φαῦσιγξ: Difference between revisions
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-αύσιγγος, και [[φαύστιξ]], -ιγγος, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[φουσκάλα]] από [[έγκαυμα]] και, γενικά, [[κάθε]] είδους [[φλύκταινα]] ή [[εξόγκωμα]] του δέρματος<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «φαύσιγγες, αἱ ἐν | |mltxt=-αύσιγγος, και [[φαύστιξ]], -ιγγος, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[φουσκάλα]] από [[έγκαυμα]] και, γενικά, [[κάθε]] είδους [[φλύκταινα]] ή [[εξόγκωμα]] του δέρματος<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «φαύσιγγες, αἱ ἐν ταῖς πτέρναις γινόμεναι ῥαγάδες».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία [[πρέπει]] να συνδεθεί με έναν ρηματ. τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> [[φαύζω]]<br />[[φρύγω]] και έχει σχηματιστεί με [[επίθημα]] -<i>ιγξ</i>, -<i>ιγγος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>εἶλ</i>-<i>ιγξ</i>, <i>στρόφ</i>-<i>ιγξ</i>), πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου θηλ. ουσ. <i>φαυ</i>-<i>τι</i>-<i>ς</i> —παραγώγου του ρ.— με σημ. «[[κάψιμο]]» (<b>πρβλ.</b> <i>κύστ</i>-<i>ις</i>: <i>κύστ</i>-<i>ίγξ</i>, <i>στρόφ</i>-<i>ις</i>: <i>στρόφ</i>-<i>ιγξ</i>) με συριστικοποίηση του -<i>τ</i>- προ του -<i>ι</i>-. Η [[σύνδεση]] τών τ. [[φαῦσιγξ]], [[φαύζω]] με τις λ. [[φῦσα]], [[φῦσιγξ]] [[καθώς]] και με τις λ. <i>φωΐδες</i>, [[φώγω]] δεν θεωρείται πιθανή. Παρλλ., [[τέλος]], [[προς]] τον τ. [[φαῦσιγξ]] απαντά και τ. πληθ. <i>φαύστιγγες</i>, ο [[οποίος]] σχηματίστηκε πιθ. αναλογικά [[προς]] το [[κύστιγξ]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 09:05, 27 March 2021
English (LSJ)
ιγγος, ἡ, (φαύζω) A blister from burning, also any blister or pustule, Ar.Fr.883 (pl., φαύστιγγες Phot.), Hp. ap. Gal.19.150, Poll. 7.110.
German (Pape)
[Seite 1259] ιγγος, ἡ, Brandblase, Blase vom Verbrennen, übh. jede Blase, Blatter auf der Haut, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φαῦσιγξ: -ιγγος, ἡ, (φαύζω) φλύκταινα κυρίως ἐπὶ τῶν σκελῶν καὶ κνημῶν προξενουμένη ἐκ πυρός, καθόλου δὲ φλύκταινα, Λατ. pustula, papula, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 699· πρβλ. Foës. Oec. Hipp., ἴδε Γαλην. Ἱπποκρ. Γλωσσ. Ἐξήγ. σ. 586, Πολυδ. Ζϳ, 110, Ἡσύχ. ἐν λέξ. κλπ.
Greek Monolingual
-αύσιγγος, και φαύστιξ, -ιγγος, ἡ, Α
1. φουσκάλα από έγκαυμα και, γενικά, κάθε είδους φλύκταινα ή εξόγκωμα του δέρματος
2. (κατά τον Ησύχ.) «φαύσιγγες, αἱ ἐν ταῖς πτέρναις γινόμεναι ῥαγάδες».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία πρέπει να συνδεθεί με έναν ρηματ. τ. που παραδίδει ο Ησύχ. φαύζω
φρύγω και έχει σχηματιστεί με επίθημα -ιγξ, -ιγγος (πρβλ. εἶλ-ιγξ, στρόφ-ιγξ), πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου θηλ. ουσ. φαυ-τι-ς —παραγώγου του ρ.— με σημ. «κάψιμο» (πρβλ. κύστ-ις: κύστ-ίγξ, στρόφ-ις: στρόφ-ιγξ) με συριστικοποίηση του -τ- προ του -ι-. Η σύνδεση τών τ. φαῦσιγξ, φαύζω με τις λ. φῦσα, φῦσιγξ καθώς και με τις λ. φωΐδες, φώγω δεν θεωρείται πιθανή. Παρλλ., τέλος, προς τον τ. φαῦσιγξ απαντά και τ. πληθ. φαύστιγγες, ο οποίος σχηματίστηκε πιθ. αναλογικά προς το κύστιγξ.
Russian (Dvoretsky)
φαῦσιγξ: ιγγος ἡ волдырь Arph.
Frisk Etymology German
φαῦσιγξ: {phaũsigks}
Forms: auch φαῦστιγξ, pl. -ιγγες
Grammar: f.
Meaning: Brandblase, Blase (Ar. Fr. 883, Hp. ap. Gal. 19, 150, Poll. 7, 110, EM789, 52, H.).
Composita : Keine Kompp. od. Ableitungen.
Etymology : Bildung wie μῆνιξ, στρόφιγξ usw., an φῦσα (s.d.) erinnernd und von φαύζει· φρύγει H. nicht zu trennen, aber im Einzelnen unklar. Die routinemäßige Ansetzung eines Ablauts əu : ū (wozu noch ōu̯ in φωΐδες, s.d.) löst kein Rätsel.
Page 2,998