χαόω: Difference between revisions
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χαόω''': [[καταστρέφω]] παντελῶς, [[λέξις]] τῶν μεταγενεστέρων ἀντὶ τοῦ [[ἀπόλλυμι]], Σιμπλ. Ἐπίκτ. 173, καὶ [[συχν]]. παρὰ τῷ Achmes ἐν Ὀνειρ. - Παθ., μεταβάλλομαι εἰς [[χάος]], ὁλοσχερῶς καταστρέφομαι, «χάνομαι», [[οὔτε]] τις [[κτίσις]] τῆς πόλεως ἔμεινεν, ἀλλὰ πάντα ἐχαώθη Ἀθανάσ. τ. 2, σελ. 9D· καταπίνομαι ὑπὸ σεισμοῦ, ἐσχίσθη ἡ γῆ ὑπὸ τοῦ σεισμοῦ, καὶ ἐχαώθη τὸ ἥμισυ τῆς πόλεως | |lstext='''χαόω''': [[καταστρέφω]] παντελῶς, [[λέξις]] τῶν μεταγενεστέρων ἀντὶ τοῦ [[ἀπόλλυμι]], Σιμπλ. Ἐπίκτ. 173, καὶ [[συχν]]. παρὰ τῷ Achmes ἐν Ὀνειρ. - Παθ., μεταβάλλομαι εἰς [[χάος]], ὁλοσχερῶς καταστρέφομαι, «χάνομαι», [[οὔτε]] τις [[κτίσις]] τῆς πόλεως ἔμεινεν, ἀλλὰ πάντα ἐχαώθη Ἀθανάσ. τ. 2, σελ. 9D· καταπίνομαι ὑπὸ σεισμοῦ, ἐσχίσθη ἡ γῆ ὑπὸ τοῦ σεισμοῦ, καὶ ἐχαώθη τὸ ἥμισυ τῆς πόλεως μετὰ τῶν οἰκητόρων Ἰω. Μαλαλ. σ. 437, 19, κλπ. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 20 April 2021
English (LSJ)
A destroy utterly, swallow up, λέγων χαῶσαι αὐτόν Simp.in Epict.p.47 D.:—Pass., ἐν τῇ γῇ χαούμενος Olymp. in Mete.143.5.
German (Pape)
[Seite 1335] = ἀπόλλυμι, Simplic. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χαόω: καταστρέφω παντελῶς, λέξις τῶν μεταγενεστέρων ἀντὶ τοῦ ἀπόλλυμι, Σιμπλ. Ἐπίκτ. 173, καὶ συχν. παρὰ τῷ Achmes ἐν Ὀνειρ. - Παθ., μεταβάλλομαι εἰς χάος, ὁλοσχερῶς καταστρέφομαι, «χάνομαι», οὔτε τις κτίσις τῆς πόλεως ἔμεινεν, ἀλλὰ πάντα ἐχαώθη Ἀθανάσ. τ. 2, σελ. 9D· καταπίνομαι ὑπὸ σεισμοῦ, ἐσχίσθη ἡ γῆ ὑπὸ τοῦ σεισμοῦ, καὶ ἐχαώθη τὸ ἥμισυ τῆς πόλεως μετὰ τῶν οἰκητόρων Ἰω. Μαλαλ. σ. 437, 19, κλπ.