χόδανος: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chodanos
|Transliteration C=chodanos
|Beta Code=xo/danos
|Beta Code=xo/danos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[ἕδρα]], Hsch. (cf. [[χέζω]]).</span>
|Definition=ὁ, = [[ἕδρα]], Hsch. (cf. [[χέζω]]).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 20:30, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χόδᾰνος Medium diacritics: χόδανος Low diacritics: χόδανος Capitals: ΧΟΔΑΝΟΣ
Transliteration A: chódanos Transliteration B: chodanos Transliteration C: chodanos Beta Code: xo/danos

English (LSJ)

ὁ, = ἕδρα, Hsch. (cf. χέζω).

German (Pape)

[Seite 1361] (von χέζω, κέχοδα), ὁ, der Steiß, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

χόδᾰνος: ὁ, ἡ ἕδρα, ὁ πρωκτός, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἕδρα, πρωκτός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα χοδ- της ρίζας του ρ. χέζω, με επίθημα -ανος (πρβλ. στέφ-ανος), και αντιστοιχεί ως προς τον σχηματισμό με το αρχ. ινδ. upa-hadana- «κόπρος, περίττωμα»].