ἀγωγαῖος: Difference between revisions

From LSJ

πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=agogaios
|Transliteration C=agogaios
|Beta Code=a)gwgai=os
|Beta Code=a)gwgai=os
|Definition=ον, (ἀγωγή) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[fit for leading by]], of a dog's collar or [[leash]], AP6.35 (Leon.).</span>
|Definition=ον, ([[ἀγωγή]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[fit for leading by]], of a dog's [[collar]] or [[leash]], AP6.35 (Leon.).</span>
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγωγαῖος:''' -ον, [[κατάλληλος]] για [[οδήγηση]] ή [[καθοδήγηση]], λέγεται για το [[περιλαίμιο]] σκύλου ή για τον ιμάντα, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀγωγαῖος:''' -ον, [[κατάλληλος]] για [[οδήγηση]] ή [[καθοδήγηση]], λέγεται για το [[περιλαίμιο]] σκύλου ή για τον ιμάντα, σε Ανθ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀγωγαῖος]], -ον (Α) [[ἀγωγή]]<br />ο [[κατάλληλος]] για να οδηγεί [[κανείς]] με αυτόν κάποιον ή [[κάτι]], όπως ο [[ιμάντας]] ή το [[περιλαίμιο]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 12:52, 28 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγωγαῖος Medium diacritics: ἀγωγαῖος Low diacritics: αγωγαίος Capitals: ΑΓΩΓΑΙΟΣ
Transliteration A: agōgaîos Transliteration B: agōgaios Transliteration C: agogaios Beta Code: a)gwgai=os

English (LSJ)

ον, (ἀγωγή) A fit for leading by, of a dog's collar or leash, AP6.35 (Leon.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀγωγαῖος: -ον, (ἀγωγή) ἐπιτήδειος εἰς τὸ νὰ ἄγῃ τις δι’ αὐτοῦ, ἐπὶ τοῦ

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui sert à conduire, à mener en laisse.
Étymologie: ἀγωγή.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [ᾰ-]
1 bueno para llevar, guiar κυνάγχη AP 6.35 (Leon.), cf. Sud.
2 subst. τὰ ἀγωγαῖα sent. dud., prob. ritos de ingreso en una fratría SEG 19.580A.4 (Quíos IV/III a.C.).

Greek Monotonic

ἀγωγαῖος: -ον, κατάλληλος για οδήγηση ή καθοδήγηση, λέγεται για το περιλαίμιο σκύλου ή για τον ιμάντα, σε Ανθ.

Greek Monolingual

ἀγωγαῖος, -ον (Α) ἀγωγή
ο κατάλληλος για να οδηγεί κανείς με αυτόν κάποιον ή κάτι, όπως ο ιμάντας ή το περιλαίμιο.

Russian (Dvoretsky)

ἀγωγαῖος: служащий для вождения (κυνάγχη Anth.).

Middle Liddell


fit for leading by, of a dog's leash, Anth.