ἀκατάγγελτος: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ,")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non déclaré <i>en parl. d’une guerre</i>.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[καταγγέλλω]].
|btext=ος, ον :<br />non déclaré <i>en parl. d’une guerre</i>.<br />'''Étymologie:''' [[]], [[καταγγέλλω]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 16:40, 14 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατάγγελτος Medium diacritics: ἀκατάγγελτος Low diacritics: ακατάγγελτος Capitals: ΑΚΑΤΑΓΓΕΛΤΟΣ
Transliteration A: akatángeltos Transliteration B: akatangeltos Transliteration C: akataggeltos Beta Code: a)kata/ggeltos

English (LSJ)

ον, A unproclaimed, πόλεμος D.H. 1.58, Plu.Num.12, cf. App.Hisp.11.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατάγγελτος: -ον, ὁ μὴ προκηρυχθείς, πόλεμος, Διον. Ἁλ. 1. 58, Ἀππ. Ἱσπ. Πόλ. 434. 19.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non déclaré en parl. d’une guerre.
Étymologie: , καταγγέλλω.

Spanish (DGE)

-ον
no proclamado, no declarado πόλεμος D.H.1.58, Plu.Num.12, cf. App.Hisp.11.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατάγγελτος, -ον) καταγγέλλω
νεοελλ.
1. εκείνος που δεν έχει καταγγελθεί, δεν έχει μηνυθεί για κάποια παράβαση
2. (για σύμβαση) αυτή που δεν έχει καταγγελθεί, δεν έχει ζητηθεί η λύση της
αρχ.
αυτός που δεν έχει εξαγγελθεί, ο ακήρυκτος
«ἀκατάγγελτος πόλεμος» (Δίον. Αλ. 1, 58).

Russian (Dvoretsky)

ἀκατάγγελτος: не объявленный наперед, начатый без предварительного объявления (πόλεμος Plut.).