ἀκροπενθής: Difference between revisions
From LSJ
Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ᾽ ἥτις ἀνδρός ἐσθ᾽ ἑνός → The state which belongs to one man is no state at all
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀκροπενθής:''' горько скорбящий (Περσίδες Aesch. - v. l. [[ἁβροπενθής]]). | |elrutext='''ἀκροπενθής:''' горько скорбящий (Περσίδες Aesch. - [[varia lectio|v.l.]] [[ἁβροπενθής]]). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[πένθος]]<br />[[exceeding]] sad, Aesch. | |mdlsjtxt=[[πένθος]]<br />[[exceeding]] sad, Aesch. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 9 January 2022
English (LSJ)
ές, A f.l. for ἁβρο-, A.Pers.135 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροπενθής: -ές, εἰς ὑπερβολὴν τεθλιμμένος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 135 (λυρ.)· ἀλλ’ ὁ Paley γράφει ἁβροπενθεῖς, ἁβρῶς πενθοῦσαι, ἐκ τοῦ Σχολ., πρβλ. ἁβρόγοος.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
extrêmement affligé.
Étymologie: ἄκρος, πένθος.
Greek Monolingual
ἀκροπενθὴς (-οῡς), -ές (Α)
αυτός που έχει βαρύ πένθος, ο βαθιά θλιμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (ΙΙΙ) + -πενθὴς < πένθος.
Greek Monotonic
ἀκροπενθής: -ές (πένθος), υπερβολικά θλιμμένος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκροπενθής: горько скорбящий (Περσίδες Aesch. - v.l. ἁβροπενθής).