ἀναδοτικός: Difference between revisions
From LSJ
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναδοτικός''': -ή, -όν, [[διανεμητικός]], συντελεστικὸς πρὸς πέψιν, χωνευτικός, | |lstext='''ἀναδοτικός''': -ή, -όν, [[διανεμητικός]], συντελεστικὸς πρὸς πέψιν, χωνευτικός, μετὰ γεν. Γρηγ. Ναζ. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 12:40, 20 April 2021
English (LSJ)
ή, όν, A causing to spring up, σπερμάτων Corn. ND28. 2 Medic., digestive, Gal.6.416.
German (Pape)
[Seite 187] vertheilend, verdauend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναδοτικός: -ή, -όν, διανεμητικός, συντελεστικὸς πρὸς πέψιν, χωνευτικός, μετὰ γεν. Γρηγ. Ναζ.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 que hace brotar, germinar τὸ ἀ. σπερμάτων el poder germinativo de las semillas Corn.ND 28.
2 metabólico δύναμις Gal.6.416
•fig. ref. a la ψυχή que es capaz de asimilar Gr.Naz.M.35.965A.
Greek Monolingual
ἀναδοτικός, -ή, -όν (Α) ἀνάδοτος
1. αυτός που διανέμει, που μοιράζει
2. αυτός που κάνει να ξεπηδούν, που γεννά
3. αυτός που μετατρέπει την τροφή σε ιστό, ο αφομοιωτικός.