ἀνενθύμητος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anenthymitos | |Transliteration C=anenthymitos | ||
|Beta Code=a)nenqu/mhtos | |Beta Code=a)nenqu/mhtos | ||
|Definition=ον, | |Definition=ον, [[failing to consider]], τοῦ θνητοῦ <span class="bibl">Phld.<span class="title">Mort.</span>38</span>. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:15, 24 August 2022
English (LSJ)
ον, failing to consider, τοῦ θνητοῦ Phld.Mort.38.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no piensa en τοῦ θνητοῦ Phld.Mort.38.
2 inconcebible, inimaginable de la generación del Hijo, Eus.DE 5.1.18.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνενθύμητος, -ον)
όποιος δεν θυμάται, παραγνωρίζει, παραβλέπει κάτι
νεοελλ.
εκείνος τον οποίο δεν μπορεί πλέον να θυμηθεί κάποιος, ο λησμονημένος
αρχ.
ο ακατάληπτος, εκείνος τον οποίο δεν μπορεί να συλλάβει ο νους του ανθρώπου (για τον Θεό).