ἀροτροπόνος: Difference between revisions

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀροτροπόνος''': -ον, ὁ [[μετὰ]] τοῦ ἀρότρου συμπονῶν, συνεργαζόμενος, ἀροτροπόνους ζεύγλας Ἀνθ. Π. 9. 274.
|lstext='''ἀροτροπόνος''': -ον, ὁ μετὰ τοῦ ἀρότρου συμπονῶν, συνεργαζόμενος, ἀροτροπόνους ζεύγλας Ἀνθ. Π. 9. 274.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 12:45, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀροτροπόνος Medium diacritics: ἀροτροπόνος Low diacritics: αροτροπόνος Capitals: ΑΡΟΤΡΟΠΟΝΟΣ
Transliteration A: arotropónos Transliteration B: arotroponos Transliteration C: arotroponos Beta Code: a)rotropo/nos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, A working with the plough, AP9.274 (Phil.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀροτροπόνος: -ον, ὁ μετὰ τοῦ ἀρότρου συμπονῶν, συνεργαζόμενος, ἀροτροπόνους ζεύγλας Ἀνθ. Π. 9. 274.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui travaille avec la charrue.
Étymologie: ἄροτρον, πένομαι.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [ᾰ-]
que trabaja con el arado ζεῦγλαι AP 9.274 (Phil.).

Greek Monotonic

ἀροτροπόνος: -ον, αυτός που δουλεύει μαζί με άροτρο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀροτροπόνος: пашущий землю (ζεῦγλαι Anth.).

Middle Liddell

working with the plough, Anth.