ἐκκαλυπτικός: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκκαλυπτικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]], [[ἁρμόδιος]] πρὸς ἐκκάλυψιν, | |lstext='''ἐκκαλυπτικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]], [[ἁρμόδιος]] πρὸς ἐκκάλυψιν, μετὰ γεν., Σέξτ. Ἐμπ. 11. 2 101. ― Ἐπίρρ. -κῶς, [[αὐτόθι]] 141. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 12:50, 20 April 2021
English (LSJ)
ή, όν, A suited for discovery, indicative of, c. gen., Stoic. 2.36,72. Adv. -κῶς S.E.P.2.141.
German (Pape)
[Seite 762] ή, όν, geeignet zu enthüllen, zu entdecken, τινός, Sezt. Emp. adv. math. 8, 165.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκαλυπτικός: -ή, -όν, κατάλληλος, ἁρμόδιος πρὸς ἐκκάλυψιν, μετὰ γεν., Σέξτ. Ἐμπ. 11. 2 101. ― Ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι 141.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
en fil. estoica
1 descubridor, revelador c. gen. τὸ φῶς ... τῶν ἄλλων Chrysipp.Stoic.2.36, δεῖ ἄρα τὸ σημεῖον ... ἐκκαλυπτικὴν ἔχειν φύσιν τοῦ λήγοντος Chrysipp.Stoic.2.73, ἡ ἀπόδειξις ἐ. ... τοῦ συμπεράσματος S.E.M.8.140, cf. P.2.170.
2 adv. -ῶς en forma reveladora S.E.P.2.141, M.8.308.
Greek Monolingual
ἐκκαλυπτικός, -ή, -όν (Α)
ενδεικτικός.
Russian (Dvoretsky)
ἐκκᾰλυπτικός: обнаруживающий, являющийся признаком (τινος Sext.).