ἐκφύσημα: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e)kfu/shma
|Beta Code=e)kfu/shma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[pustule]], <span class="bibl">Poll.4.190</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[volcanic eruption]], Sch.<span class="bibl">A.R.3.41</span>; <b class="b3">πυρὸς ἐ</b>. <span class="bibl">D.S.3.53</span> (pl.): pl.,= <b class="b3">πέτραι ὑπερέχουσαι τῆς γῆς</b>, Hsch.</span>
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[pustule]], <span class="bibl">Poll.4.190</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[volcanic eruption]], Sch.<span class="bibl">A.R.3.41</span>; <b class="b3">πυρὸς ἐ</b>. <span class="bibl">D.S.3.53</span> (pl.): pl.,= <b class="b3">πέτραι ὑπερέχουσαι τῆς γῆς</b>, Hsch.</span>
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[erupción]] volcánica, Call.Hist.4b, c. gen. πυρός Dionys.Scyt.3.5, γῆς ἐκφυσήματα Aristid.<i>Or</i>.25.25<br /><b class="num">•</b>plu. concr. [[rocas volcánicas]] Hsch.<br /><b class="num">2</b> medic. [[erupción]] cutánea, [[ampolla]], [[flictena]] Poll.4.190, Hsch.s.u. φωΐδες, <i>Hippiatr</i>.47.2, 130.9.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκφύσημα''': τό, [[φλύκταινα]], «σπυρί», Πολυδ. Δ΄, 190· [[ὕψωμα]] ἢ [[λόφος]] σχηματισθεὶς ἐξ ἡφαιστειώδους ἐνεργείας, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 41, Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐκφυσήματα· πέτραι ὑπερέχουσαι τῆς γῆς».
|lstext='''ἐκφύσημα''': τό, [[φλύκταινα]], «σπυρί», Πολυδ. Δ΄, 190· [[ὕψωμα]] ἢ [[λόφος]] σχηματισθεὶς ἐξ ἡφαιστειώδους ἐνεργείας, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 41, Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐκφυσήματα· πέτραι ὑπερέχουσαι τῆς γῆς».
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[erupción]] volcánica, Call.Hist.4b, c. gen. πυρός Dionys.Scyt.3.5, γῆς ἐκφυσήματα Aristid.<i>Or</i>.25.25<br /><b class="num">•</b>plu. concr. [[rocas volcánicas]] Hsch.<br /><b class="num">2</b> medic. [[erupción]] cutánea, [[ampolla]], [[flictena]] Poll.4.190, Hsch.s.u. φωΐδες, <i>Hippiatr</i>.47.2, 130.9.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἐκφύσημα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[αποτέλεσμα]] του [[εκφυσώ]], το προερχόμενο από [[εκφύσηση]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[φλύκταινα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έκρηξη]] ηφαιστείου<br /><b>2.</b> «πέτραι ὑπερέχουσαι τῆς γῆς» (<b>Ησύχ.</b>).
|mltxt=το (Α [[ἐκφύσημα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[αποτέλεσμα]] του [[εκφυσώ]], το προερχόμενο από [[εκφύσηση]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[φλύκταινα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έκρηξη]] ηφαιστείου<br /><b>2.</b> «πέτραι ὑπερέχουσαι τῆς γῆς» (<b>Ησύχ.</b>).
}}
}}

Revision as of 15:40, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκφῡσημα Medium diacritics: ἐκφύσημα Low diacritics: εκφύσημα Capitals: ΕΚΦΥΣΗΜΑ
Transliteration A: ekphýsēma Transliteration B: ekphysēma Transliteration C: ekfysima Beta Code: e)kfu/shma

English (LSJ)

ατος, τό, A pustule, Poll.4.190. 2 volcanic eruption, Sch.A.R.3.41; πυρὸς ἐ. D.S.3.53 (pl.): pl.,= πέτραι ὑπερέχουσαι τῆς γῆς, Hsch.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 erupción volcánica, Call.Hist.4b, c. gen. πυρός Dionys.Scyt.3.5, γῆς ἐκφυσήματα Aristid.Or.25.25
plu. concr. rocas volcánicas Hsch.
2 medic. erupción cutánea, ampolla, flictena Poll.4.190, Hsch.s.u. φωΐδες, Hippiatr.47.2, 130.9.

German (Pape)

[Seite 787] τό, das Aufgeblähte, die Geschwulst, Poll. 5, 190; eine durch ein Erdbeben entstandene Erhöhung, Hesych.; vgl. Schol. Ap. Rh. 3, 41.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκφύσημα: τό, φλύκταινα, «σπυρί», Πολυδ. Δ΄, 190· ὕψωμαλόφος σχηματισθεὶς ἐξ ἡφαιστειώδους ἐνεργείας, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 41, Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐκφυσήματα· πέτραι ὑπερέχουσαι τῆς γῆς».

Greek Monolingual

το (Α ἐκφύσημα)
νεοελλ.
1. το αποτέλεσμα του εκφυσώ, το προερχόμενο από εκφύσηση
2. ιατρ. φλύκταινα
αρχ.
1. έκρηξη ηφαιστείου
2. «πέτραι ὑπερέχουσαι τῆς γῆς» (Ησύχ.).