εκφυσώ
From LSJ
πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false
Greek Monolingual
(-άω) (AM ἐκφυσῶ)
φυσώ προς τα έξω, ξεφυσώ, αποπνέω
μσν.
1. (για άνεμο) φυσώ
2. αναδίδω
αρχ.
1. (κυρίως για ποταμούς) εκχέω, χύνομαι, εκδηλώνω το μένος μου («ἔνθα ποταμὸς ἐκφυσᾷ μένος»)
2. διεγείρω
3. διασκορπίζω, διώχνω μακριά με φύσημα
4. εξατμίζω, εξαερώνω
5. ξεφυσώ δυνατά, ροχαλίζω
(«βαρὺν ὕπνον ἐκφυσῶν», Θεόκρ.)
ροχαλίζοντας δυνατά στον ύπνο
6. παρουσιάζομαι ξαφνικά («φλόγες... ἐκ γῆς ἀναβλύσασαι καὶ ἐκφυσήσασαι», Αριστοτ.)
7. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ἐκπεφυσημένος
φουσκωμένος, επηρμένος, αλαζόνας.