ἐξόριστος: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar

Menander, Monostichoi, 335
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐξόριστος:''' изгнанный (τῆς Ἰταλίας πάσης Polyb.): ἐξόριστον ἀνῃρῆσθαι Dem. быть изгнанным навсегда.
|elrutext='''ἐξόριστος:''' [[изгнанный]] (τῆς Ἰταλίας πάσης Polyb.): ἐξόριστον ἀνῃρῆσθαι Dem. быть изгнанным навсегда.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐξόριστος]], ον [[ἐξορίζω]]<br />[[expelled]], [[banished]], Dem.
|mdlsjtxt=[[ἐξόριστος]], ον [[ἐξορίζω]]<br />[[expelled]], [[banished]], Dem.
}}
}}

Revision as of 14:35, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξόριστος Medium diacritics: ἐξόριστος Low diacritics: εξόριστος Capitals: ΕΞΟΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: exóristos Transliteration B: exoristos Transliteration C: eksoristos Beta Code: e)co/ristos

English (LSJ)

ον, A expelled, banished, ἐξόριστος ἀνῃρῆσθαι to be ruined by banishment, D. 21.105: c. gen., τῆς Ἰταλίας Plb.2.7.10; οἰκείων Porph.Abst.1.30. 2 put beyond the borders, of the dead body of a criminal, τὸν . . ἀλιτήριον ἀποκτείναντες ἐ. ἐκ τῆς πόλεως ποιῆσαι Din.1.77.

German (Pape)

[Seite 887] über die Gränze gebracht, verwiesen; ἐξόριστον ἐκ τῆς γῆς ποιῆσαι Din. 1, 77; τῆς Ἰταλίας καταστῆσαι Pol. 2, 7, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξόριστος: -ον, ἐξωρισμένος, ὡς καὶ νῦν, ἐξόριστος ἀνῃρῆσθαι, νὰ καταστραφῇ ἐν τῇ ἐξορίᾳ, Δημ. 548. 27· τῆς Ἰταλίας... ἐξορίστους καταστῆσαι Πολύβ. 2. 7, 10. 2) ὁ ἔξω τῶν ὁρίων, ἐπὶ πτώματος κακούργου, τόν... ἀλιτήριον ἀποκτείναντες ἐξόριστον ἐκ τῆς πόλεως ποιῆσαι Δείναρχ. 100. 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
banni.
Étymologie: ἐξορίζω.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐξόριστος, -ον) εξορίζω
αυτός που ζει σε εξορία, εξορισμένος
αρχ.
(για κακούργο) αυτός του οποίου πέταξαν το πτώμα έξω από τα σύνορα της πατρίδας.

Greek Monotonic

ἐξόριστος: -ον (ἐξορίζω), εξόριστος, εξορισμένος, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξόριστος: изгнанный (τῆς Ἰταλίας πάσης Polyb.): ἐξόριστον ἀνῃρῆσθαι Dem. быть изгнанным навсегда.

Middle Liddell

ἐξόριστος, ον ἐξορίζω
expelled, banished, Dem.