ἐπισυμπίπτω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπισυμπίπτω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αναπηδώ]] [[μαζί]] [[ξανά]]<br /><b>2.</b> [[συμβαίνω]] [[κατόπιν]] ή επί [[πλέον]] [«ἐπισυμπίπτει οὐ [[μέτριον]] [[εὐτύχημα]] τοῑς ἤδη γεγονόσιν», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συμπίπτω]].
|mltxt=[[ἐπισυμπίπτω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αναπηδώ]] [[μαζί]] [[ξανά]]<br /><b>2.</b> [[συμβαίνω]] [[κατόπιν]] ή επί [[πλέον]] [«ἐπισυμπίπτει οὐ [[μέτριον]] [[εὐτύχημα]] τοῖς ἤδη γεγονόσιν», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συμπίπτω]].
}}
}}

Revision as of 18:15, 25 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισυμπίπτω Medium diacritics: ἐπισυμπίπτω Low diacritics: επισυμπίπτω Capitals: ΕΠΙΣΥΜΠΙΠΤΩ
Transliteration A: episympíptō Transliteration B: episympiptō Transliteration C: episympipto Beta Code: e)pisumpi/ptw

English (LSJ)

A collapse, decay, Ph.2.221, Anon.Lond.27.31 ; spring together again, Str.6.1.12 ; contract, of the heart in systole, Ruf.Syn.Puls.3. II happen besides or in addition to, τοῖς γεγονόσιν J.AJ15.10.3 ; -πίπτουσαι διαστροφαί casual distortions, Ptol.Tetr.108.

German (Pape)

[Seite 987] (s. πίπτω), darauf zusammenfallen, zugleich damit verfallen, Ios. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισυμπίπτω: μέλλ. -πεσοῦμαι, ἐπισυμπίπτει οὐ μέτριον εὐτύχημα τοῖς ἤδη γεγονόσιν, συμπίπτει ἐπὶ τοῖς ἤδη γεγονόσι, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 10, 3· ἀπολ., Φίλων 2. 221.

Greek Monolingual

ἐπισυμπίπτω (Α)
1. αναπηδώ μαζί ξανά
2. συμβαίνω κατόπιν ή επί πλέον [«ἐπισυμπίπτει οὐ μέτριον εὐτύχημα τοῖς ἤδη γεγονόσιν», Ιώσ.)
3. συμπίπτω.