ἑκατόγχειρος: Difference between revisions
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "]]de " to "]] de ") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἑκᾰτόγχειρος) -ον<br />[[centímano]]de Briareo <i>Il</i>.1.402, gener. ζῶον c. alusión al término mítico, Nicom.<i>Ar</i>.1.14. | |dgtxt=(ἑκᾰτόγχειρος) -ον<br />[[centímano]] de Briareo <i>Il</i>.1.402, gener. ζῶον c. alusión al término mítico, Nicom.<i>Ar</i>.1.14. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 16:30, 9 August 2021
English (LSJ)
ον, A hundred-handed, of Briareus, Il.1.402.
German (Pape)
[Seite 752] ὁ, dasselbe, Briareus, Il. 1, 402.
Greek (Liddell-Scott)
ἑκατόγχειρος: -ον, ἔχων ἑκατὸν χεῖρας· ἐπὶ τοῦ Βριάρεω, Ἰλ. Α. 402: - ἑκατόγχειρ, ὁ, ἡ, Πλουτ. Μάρκελλ. 17, κτλ. Ἑκατόγχειρες ἦσαν ὁ Βριάρεως, ὁ Γύγης ἢ Γύας καὶ ὁ Κόττος, τέκνα Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, Ἀπολλόδ. 1. 1, 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à cent mains, à cent bras.
Étymologie: ἑκατόν, χείρ.
English (Autenrieth)
hundred-handed, Il. 1.402†.
Spanish (DGE)
(ἑκᾰτόγχειρος) -ον
centímano de Briareo Il.1.402, gener. ζῶον c. alusión al término mítico, Nicom.Ar.1.14.
Greek Monotonic
ἑκᾰτόγχειρος: -ον (χείρ), αυτός που έχει εκατό χέρια, λέγεται για τον Βριάρεω, σε Ομήρ. Ιλ.· ἑκατόγ-χειρ, ὁ, ἡ, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἑκατόγχειρος: сторукий (Βριάρεως Hom.).
Middle Liddell
ἑκᾰτόγ-χειρος, ον χείρ
hundred-handed, of Briareus, Il.:— ἑκατόγ-χειρ, Plut.