Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἔκθεμα: Difference between revisions

From LSJ

Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir

Menander, Monostichoi, 453
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " ;" to ";")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ekthema
|Transliteration C=ekthema
|Beta Code=e)/kqema
|Beta Code=e)/kqema
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[public notice]], [[proclamation]], [[edict]], PRev.Laws33.10 (iii B.C.), <span class="bibl">Plb.31.6(10).1</span>(pl.) ; <b class="b3">ἀπ' ἐκθέματος</b>, = Lat. [[ex edicto]], IG 7.2712.26,73 (Acraephia), cf. <span class="title">SIG</span>1023.61 (Cos).</span>
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[public notice]], [[proclamation]], [[edict]], PRev.Laws33.10 (iii B.C.), <span class="bibl">Plb.31.6(10).1</span>(pl.); <b class="b3">ἀπ' ἐκθέματος</b>, = Lat. [[ex edicto]], IG 7.2712.26,73 (Acraephia), cf. <span class="title">SIG</span>1023.61 (Cos).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 09:10, 23 May 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκθεμα Medium diacritics: ἔκθεμα Low diacritics: έκθεμα Capitals: ΕΚΘΕΜΑ
Transliteration A: ékthema Transliteration B: ekthema Transliteration C: ekthema Beta Code: e)/kqema

English (LSJ)

ατος, τό, A public notice, proclamation, edict, PRev.Laws33.10 (iii B.C.), Plb.31.6(10).1(pl.); ἀπ' ἐκθέματος, = Lat. ex edicto, IG 7.2712.26,73 (Acraephia), cf. SIG1023.61 (Cos).

German (Pape)

[Seite 760] τό, das Ausgestellte, ein Anschlag, auf dem ein Befehl bekannt gemacht wird, Edikt, Pol. 31, 10, 1 u. Sp. Vgl. Lob. zu Phryn. p. 249.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκθεμα: τό, πρόσταγμα γεγραμμένον ἐπὶ πίνακος καὶ ἐκτεθειμένον εἰς διάφορα μέρη τῶν πόλεων, πρόγραμμα, Πολύβ. 31. 10, 1· ἀπ’ ἐκθέματος = ex edicto, Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 7 καὶ 54.

Spanish (DGE)

-ματος, τό

• Grafía: graf. ἔχθ- PPetr.2.13.6.19 (III a.C.), PZen.Col.13.1 (III a.C.), ἔκχθ- Sokolowski 3.173.61 (Cos III/II a.C.)
1 anuncio público, documento expuesto a la vista del público, con diversos fines, gener. de carácter oficial ἐκθέματα κατὰ τὰς πόλεις ἐξέθηκε τὰς ἐπιφανεστάτας Plb.31.6.1, ἐξεθήκαμεν ἔ. ἐν τῇ ἀγορᾷ PZen.Col.l.c., cf. Sokolowski l.c., ἐκθὲς οὖν ἔ. καὶ προκήρυξον εἰ ... PPetr.2.13.18b.10 (III a.C.), cf. PRev.Laws 26.13, 33.10 (III a.C.), σοῦ ... δι' ἐκθεμάτων [ἀπα] γο[ρ] εύ[σαντος SB 5235.11 (I d.C.), de carácter privado ἀν] τίγραφον ἐκθέματος PFlor.99.1 (I/II d.C.), ἠρίστισεν δὲ [αὐ] τοὺς ἀπ' ἐ[κ] θέματος κατ' ἰδίαν IG 7.2712.73, cf. 26 (Acrefia I d.C.), ref. un edicto del prefecto τὸ ὑπογεγραμμένον ἔ. πρόθες ἐν οἷς καθήκει τοῦ νόμου τόποις IFayoum 75 (I d.C.), un edicto real κατὰ πόλιν καὶ χώραν, οὗ ἂν ἐξετέθη τὸ ἔ. LXX Es.8.17
condenado como barbarismo, Phryn.219.
2 lugar conspicuo, prostíbulo ἐποίησας σεαυτῇ ἔ. ἐν πάσῃ πλατείᾳ te has construido un lupanar en cada plaza LXX Ez.16.24ε, cf. Polychron.Fr.Ezech.16.24.
3 prob. exposición, explicación ἀριθμητικὸν ἔ. Theol.Ar.30.

Greek Monolingual

το (AM ἔκθεμα)
νεοελλ.
1. αντικείμενο που εκτίθεται δημόσια για θέα ή πώληση κυρίως σε οργανωμένη έκθεση προϊόντων ή καλλιτεχνημάτων («εκθέματα λαϊκής χειροτεχνίας»)
2. περίληψη του πινακίου τών δικών, τοιχοκολλημένη στο δικαστήριο
αρχ.
κρατικό διάταγμα γραμμένο σε πολλούς πίνακες που εκτίθενται σε διάφορα μέρη της πόλης ή της χώρας για να λάβει γνώση το κοινό.

Russian (Dvoretsky)

ἔκθεμα: ατος τό публичное распоряжение, приказание Polyb.