ἔξορκος: Difference between revisions

From LSJ

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔξορκος''': -ον, ὁ μεθ᾿ ὅρκου, ἒξορκος [[ἐπέσσεται]]... βοὰ κήρυκος ἐσθλοῡ Πίνδ. Ο. 13. 140.
|lstext='''ἔξορκος''': -ον, ὁ μεθ᾿ ὅρκου, ἒξορκος [[ἐπέσσεται]]... βοὰ κήρυκος ἐσθλοῦ Πίνδ. Ο. 13. 140.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔξορκος]], -ον (Α)<br />αυτός που ορκίζει («[[ἔξορκος]] βοὰ [[κήρυκος]] ἐσθλοῡ» — [[φωνή]] του κήρυκα που καλεί τους αθλητές να δώσουν τον όρκο, <b>Πίνδ.</b>).
|mltxt=[[ἔξορκος]], -ον (Α)<br />αυτός που ορκίζει («[[ἔξορκος]] βοὰ [[κήρυκος]] ἐσθλοῦ» — [[φωνή]] του κήρυκα που καλεί τους αθλητές να δώσουν τον όρκο, <b>Πίνδ.</b>).
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἔξορκος:''' связанный торжественной клятвой, по друг. произносящий торжественную клятву (βοὰ κάρυκος Pind.).
|elrutext='''ἔξορκος:''' связанный торжественной клятвой, по друг. произносящий торжественную клятву (βοὰ κάρυκος Pind.).
}}
}}

Revision as of 20:40, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔξορκος Medium diacritics: ἔξορκος Low diacritics: έξορκος Capitals: ΕΞΟΡΚΟΣ
Transliteration A: éxorkos Transliteration B: exorkos Transliteration C: eksorkos Beta Code: e)/corkos

English (LSJ)

ον, A bound by oath, Pi.O.13.99.

German (Pape)

[Seite 887] beschwörend, βοὰ κάρυκος, Pind. Ol. 13, 95.

Greek (Liddell-Scott)

ἔξορκος: -ον, ὁ μεθ᾿ ὅρκου, ἒξορκος ἐπέσσεται... βοὰ κήρυκος ἐσθλοῦ Πίνδ. Ο. 13. 140.

English (Slater)

ἔξορκος
   1 under oath met. ἀλαθής τέ μοι ἔξορκος ἐπέσσεται ἁδύγλωσσος βοὰ κάρυκος ἐσλοῦ (i. e. sealed by oath : contra Wil., 370̆{2}) (O. 13.99)

Greek Monolingual

ἔξορκος, -ον (Α)
αυτός που ορκίζει («ἔξορκος βοὰ κήρυκος ἐσθλοῦ» — φωνή του κήρυκα που καλεί τους αθλητές να δώσουν τον όρκο, Πίνδ.).

Russian (Dvoretsky)

ἔξορκος: связанный торжественной клятвой, по друг. произносящий торжественную клятву (βοὰ κάρυκος Pind.).