ἡμιφαής: Difference between revisions

From LSJ

τίκτει τοι κόρος ὕβριν, ὅταν κακῷ ὄλβος ἕπηται ἀνθρώπῳ καὶ ὅτῳ μὴ νόος ἄρτιος ᾖ → satiety engenders hybris when great prosperity attends on a base man or one whose mind is not set up right

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡμιφαής]], -ές (Α)<br />αυτός που φαίνεται [[κατά]] το ήμισυ, μισάνοιχτος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φαης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φάος]], <i>το</i>, «φως»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αυτο</i>-<i>φαής</i>, <i>πασι</i>-<i>φαής</i>].
|mltxt=[[ἡμιφαής]], -ές (Α)<br />αυτός που φαίνεται [[κατά]] το ήμισυ, μισάνοιχτος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φαης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φάος]], <i>το</i>, «φως»), [[πρβλ]]. <i>αυτο</i>-<i>φαής</i>, <i>πασι</i>-<i>φαής</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:05, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμιφᾰής Medium diacritics: ἡμιφαής Low diacritics: ημιφαής Capitals: ΗΜΙΦΑΗΣ
Transliteration A: hēmiphaḗs Transliteration B: hēmiphaēs Transliteration C: imifais Beta Code: h(mifah/s

English (LSJ)

ές, A half-shining,= ἡμιφανής, λάρναξ AP 7.478 (Leon., sed leg. ἡμιχανεῖ).

German (Pape)

[Seite 1171] λάρναξ, halb erscheinend, d. i. halb offen, Leon. Tar. 67 (VII, 478).

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιφαής: ἡμιφανής, λάρναξ Ἀνθ. Π. 7. 478.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
à moitié visible.
Étymologie: ἡμι-, φάος.

Greek Monolingual

ἡμιφαής, -ές (Α)
αυτός που φαίνεται κατά το ήμισυ, μισάνοιχτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -φαης (< φάος, το, «φως»), πρβλ. αυτο-φαής, πασι-φαής].

Greek Monotonic

ἡμιφαής: -ές (φάος), ορατός κατά το ήμισυ, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἡμῐφαής: наполовину видимый, т. е. полуоткрытый (λάρναξ Anth. - v. l. ἡμιχανής).

Middle Liddell

ἡμι-φαής, ές φάος
half-shining, Anth.