ἰσχυρογνωμοσύνη: Difference between revisions
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ischyrognomosyni | |Transliteration C=ischyrognomosyni | ||
|Beta Code=i)sxurognwmosu/nh | |Beta Code=i)sxurognwmosu/nh | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, [[obstinacy]], <span class="bibl">Ph.1.653</span>, <span class="bibl">J.<span class="title">Ap.</span>1.22</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:54, 24 August 2022
English (LSJ)
ἡ, obstinacy, Ph.1.653, J.Ap.1.22.
German (Pape)
[Seite 1273] ἡ, fester, starrer Sinn, Ios. u. a. Sp.
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἰσχυρογνωμοσύνη) ισχυρογνώμων
η αδικαιολόγητη επιμονή σε μια γνώμη, το να επιμένει κάποιος αδικαιολόγητα σε μια άποψη, σε μια επιθυμία ή απαίτηση.