ἰσόσπριος: Difference between revisions
From LSJ
ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἰσόσπριος:''' похожий на боб, бобовидный: [[ὄνος]] ἰ. Soph. = [[ἴουλος]]. | |elrutext='''ἰσόσπριος:''' [[похожий на боб]], [[бобовидный]]: [[ὄνος]] ἰ. Soph. = [[ἴουλος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:00, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A bean-like; ὄνος ἰ. an insect that rolls itself up like a bean, the wood-louse, S.Fr.363.
German (Pape)
[Seite 1267] einer Bohne gleich, Schol. Ap. Rh. 1, 972, Soph. fr. 334, von dem Wurme, ὄνος, der sich wie eine Bohne zusammenrollt.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσόσπριος: -ον, ὅμοιος πρὸς ὄσπριον, ὄνος ἰσ., ἔντομον ὅπερ συσπειρᾶται καὶ γίνεται ὅμοιον ὀσπρίῳ, καλούμενον ὡσαύτως ἴουλος, Σοφ. Ἀποσπ. 334, ἴδε Ἡσύχ. ἐν λ. ὄνος ἰσόσπριος.
Greek Monolingual
ἰσόσπριος, -ον (Α)
αυτός που μοιάζει με όσπριο
2. φρ. «ὄνος ἰσόσπριος» — ο ίουλος, είδος εντόμου που συσπειρώνεται και γίνεται σαν όσπριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + ὄσπριον.
Russian (Dvoretsky)
ἰσόσπριος: похожий на боб, бобовидный: ὄνος ἰ. Soph. = ἴουλος.