ἰσχνότης: Difference between revisions
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἰσχνότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1)</b> худоба, худощавость (τοῦ σώματος Arst.);<br /><b class="num">2)</b> рит. (о стиле) сжатость, сухость, скупость (φράσεως). | |elrutext='''ἰσχνότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[худоба]], [[худощавость]] (τοῦ σώματος Arst.);<br /><b class="num">2)</b> рит. (о стиле) сжатость, сухость, скупость (φράσεως). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:25, 19 August 2022
English (LSJ)
ητος, ἡ, A thinness, leanness, σαρκός Hp.Aër.21; σώματος Arist.HA581b26; φύσιος Aret.SA1.7. 2 of style, spareness, i.e. plainness, ἰ. φράσεως, of Lysias, D.H.Vett.Cens.5.1; cf. Phld.Rh.1.165S., Demetr.Eloc.14. 3 thinness, weakness of pronunciation, opp. πλατειασμός, Quint.1.5.32.
German (Pape)
[Seite 1272] ητος, ἡ, die Trockenheit, Magerkeit; τοῦ σώματος Arist. H. A. 7, 1; öfter bei den Medic. – Bei den Rhett. Gedrängtheit, Kürze, tenuitas. – In der Aussprache, das Verbeißen, Auslassen einzelner Buchstaben mit zu engem Munde, Ggstz πλατειασμός, Quinct. 1, 5, 32.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχνότης: -ητος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, λεπτότης, ἀδυναμία, ὀλιγότης σαρκῶν, Ἱππ. π. Ἀέρ. 293, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 1, 11. 2) ἐπὶ ὕφους, ἁπλότης, τὸ ἀπέριττον ἢ ἀκαλλώπιστον, Λατ. tenuitas ἰσχν. φράσεως, ἐπὶ τοῦ Λυσίου, Διον. Ἀλ. τῶν Ἀρχαίων Κρίσις 5. 1· πρβλ. ἰσχνός. 3) λεπτότης προφορᾶς, ἀντίθετον τῷ πλατειασμός, Κυντιλιαν. (Quintil.) 1, 5. 32.
Russian (Dvoretsky)
ἰσχνότης: ητος ἡ
1) худоба, худощавость (τοῦ σώματος Arst.);
2) рит. (о стиле) сжатость, сухость, скупость (φράσεως).