πλατειασμός

From LSJ

μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴπερ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν → one must practice the things which produce happiness, since if that is present we have everything and if it is absent we do everything in order to have it | so we must exercise ourselves in the things which bring happiness, since, if that be present, we have everything, and, if that be absent, all our actions are directed toward attaining it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰτειασμός Medium diacritics: πλατειασμός Low diacritics: πλατειασμός Capitals: ΠΛΑΤΕΙΑΣΜΟΣ
Transliteration A: plateiasmós Transliteration B: plateiasmos Transliteration C: plateiasmos Beta Code: plateiasmo/s

English (LSJ)

ὁ, broad Doric accent, pl. in form πλατεασμοί, Quint.Inst.1.5.32.

German (Pape)

[Seite 626] ὁ, die platte, breite Aussprache, bes. der Dorier, Quinctil. 1, 5, 32.

Greek Monolingual

και πλατυασμός, ο / πλατειασμός, ΝΑ πλατειάζω
νεοελλ.
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πλατειάζω, η επέκταση του λόγου με περιττές ή ανούσιες λέξεις ή φράσεις, περιττολογία, πολυλογία
αρχ.
η τραχιά, βαριά, δωρική προφορά τών λέξεων.