ὀλιγογονία: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀλιγογονία]], ἡ (Α) [[ολιγόγονος]]<br />(για ζώα) η [[γέννηση]] [[κάθε]] [[φορά]] λίγων μόνον τέκνων («τοῑς μὲν ὀλιγογονίαν προσῆψε, τοῑς δ' ἀναλισκομένοις ὑπὸ τούτων πολυγονίαν», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=[[ὀλιγογονία]], ἡ (Α) [[ολιγόγονος]]<br />(για ζώα) η [[γέννηση]] [[κάθε]] [[φορά]] λίγων μόνον τέκνων («τοῑς μὲν ὀλιγογονίαν προσῆψε, τοῖς δ' ἀναλισκομένοις ὑπὸ τούτων πολυγονίαν», <b>Πλάτ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 18:15, 25 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγογονία Medium diacritics: ὀλιγογονία Low diacritics: ολιγογονία Capitals: ΟΛΙΓΟΓΟΝΙΑ
Transliteration A: oligogonía Transliteration B: oligogonia Transliteration C: oligogonia Beta Code: o)ligogoni/a

English (LSJ)

ἡ, A production of few offspring, opp. πολυγονία, Pl.Prt.321b.

German (Pape)

[Seite 320] ἡ, das Wenigerzeugen, geringe Nachkommenschaft, Plat. Prot. 321 b.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
production ou descendance peu féconde.
Étymologie: ὀλιγόγονος.

Greek Monolingual

ὀλιγογονία, ἡ (Α) ολιγόγονος
(για ζώα) η γέννηση κάθε φορά λίγων μόνον τέκνων («τοῑς μὲν ὀλιγογονίαν προσῆψε, τοῖς δ' ἀναλισκομένοις ὑπὸ τούτων πολυγονίαν», Πλάτ.).

Greek Monotonic

ὀλῐγογονία: ἡ, γέννηση λίγων νεοσσών σε κάθε γέννα, λέγεται για ζώα, ακαρπία, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ὀλῐγογονία: ἡ малая плодовитость Plat.

Middle Liddell

ὀλῐγογονία, ἡ,
production of few at a birth, Plat. [from ὀλῐγόγονος]