ὑπεραναβαίνω: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπεραναβαίνω''': [[ὑπερβαίνω]], περῶ [[ὑπεράνω]] τινός, τὰς Ἄλπεις Ζώσιμ. 2, 53. ΙΙ. μεταφ., [[ὑπερβαίνω]], εἶμαι [[ἀνώτερος]], ὑψηλότερος..., μετ’ αἰτιατ., Εὐστ. 18. 26· [[μετὰ]] γεν., Κλήμ. Ἀλεξ. 455. - ἀπολ., εἶμαι [[ἔξοχος]], [[ὑπέροχος]], κριτήριόν τι ὑπεραναβεβηκὸς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 445.
|lstext='''ὑπεραναβαίνω''': [[ὑπερβαίνω]], περῶ [[ὑπεράνω]] τινός, τὰς Ἄλπεις Ζώσιμ. 2, 53. ΙΙ. μεταφ., [[ὑπερβαίνω]], εἶμαι [[ἀνώτερος]], ὑψηλότερος..., μετ’ αἰτιατ., Εὐστ. 18. 26· μετὰ γεν., Κλήμ. Ἀλεξ. 455. - ἀπολ., εἶμαι [[ἔξοχος]], [[ὑπέροχος]], κριτήριόν τι ὑπεραναβεβηκὸς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 445.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:15, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεραναβαίνω Medium diacritics: ὑπεραναβαίνω Low diacritics: υπεραναβαίνω Capitals: ΥΠΕΡΑΝΑΒΑΙΝΩ
Transliteration A: hyperanabaínō Transliteration B: hyperanabainō Transliteration C: yperanavaino Beta Code: u(peranabai/nw

English (LSJ)

A pass over, cross, τὰς Ἄλπεις Zos.2.53. 2 rise above, τὸν ἀέρα Gal.19.172. II metaph., transcend, c. acc., Eust. 18.25, Eustr. in EN32.36; ὑπεραναβεβηκὸς κριτήριον a transcendent or superior criterion, S.E.M.7.445.

German (Pape)

[Seite 1190] (s. βαίνω), darüber hinaufsteigen, übersteigen, – übertr., übertreffen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεραναβαίνω: ὑπερβαίνω, περῶ ὑπεράνω τινός, τὰς Ἄλπεις Ζώσιμ. 2, 53. ΙΙ. μεταφ., ὑπερβαίνω, εἶμαι ἀνώτερος, ὑψηλότερος..., μετ’ αἰτιατ., Εὐστ. 18. 26· μετὰ γεν., Κλήμ. Ἀλεξ. 455. - ἀπολ., εἶμαι ἔξοχος, ὑπέροχος, κριτήριόν τι ὑπεραναβεβηκὸς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 445.

Greek Monolingual

ΜΑ ἀναβαίνω
1. ανεβαίνω πάνω από κάτι, υπερβαίνω, περνώ πάνω από κάτι («ὑπεραναβαίνειν τὰς Ἄλπεις», Ζώσιμ.)
2. υπερτερώ, υπερέχω, είμαι ανώτερος
3. φρ. «ὑπεραναβεβηκὸς κριτήριον» — υπέρτατο, ανώτατο κριτήριο (Σέξτ. Εμπ.).

Russian (Dvoretsky)

ὑπεραναβαίνω: досл. переходить, перен. превосходить: ὑπεραναβεβηκός τι Sext. нечто превосходное.