ὑπερβριθής: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑπερβρῑθής:''' непомерно тяжелый ([[ἄχθος]] Soph.).
|elrutext='''ὑπερβρῑθής:''' [[непомерно тяжелый]] ([[ἄχθος]] Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑπερ-βρῑθής, ές [[βρῖθος]] = [[ὑπερβαρής]], Soph.]
|mdlsjtxt=ὑπερ-βρῑθής, ές [[βρῖθος]] = [[ὑπερβαρής]], Soph.]
}}
}}

Revision as of 14:50, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερβρῑθής Medium diacritics: ὑπερβριθής Low diacritics: υπερβριθής Capitals: ΥΠΕΡΒΡΙΘΗΣ
Transliteration A: hyperbrithḗs Transliteration B: hyperbrithēs Transliteration C: ypervrithis Beta Code: u(perbriqh/s

English (LSJ)

ές, A = ὑπερβαρής, ἄχθος S.Aj.951.

German (Pape)

[Seite 1193] ές, poet. = ὑπερβαρής, überlastet, überschwer, Soph. Ai. 931, ἄχθος.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερβρῑθής: -ές, γεν. έος, = ὑπερβαρής, Σοφ. Αἴ. 951.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
d’un poids excessif.
Étymologie: ὑπέρ, βρῖθος.

Greek Monolingual

-ές, Α
βαρυφορτωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -βριθής (< βρῖθος < βρίθω «είμαι γεμάτος»), πρβλ. ἐπι-βριθής].

Greek Monotonic

ὑπερβρῑθής: -ές (βρῖθος), γεν. -έος, = ὑπερβαρής, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερβρῑθής: непомерно тяжелый (ἄχθος Soph.).

Middle Liddell

ὑπερ-βρῑθής, ές βρῖθος = ὑπερβαρής, Soph.]