ὠκιμοειδής: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι λύπης ἄλγημα μεῖζον → there is no greater pain than grief

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=okimoeidis
|Transliteration C=okimoeidis
|Beta Code=w)kimoeidh/s
|Beta Code=w)kimoeidh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[like]] [[ὤκιμον]], neut. as Adv., ὠκιμοειδὲς ὄδωδε <span class="bibl">Nic. <span class="title">Al.</span>280</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">ὠκιμοειδές, τό,</b> [[catchfly]], [[Silene gallica]], Dsc.4.28, Gal.12.158. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> = [[χαμαιλέων μέλας]], Dsc.3.9. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> = [[κλινοπόδιον]], ib.95. </span><span class="sense"><span class="bld">4</span> = [[ἔρινος]], [[Campanula Erinos]], [[small rampion]], Ps.-Dsc.4.141.</span>
|Definition=ές,<br><span class="bld">A</span> [[like]] [[ὤκιμον]], neut. as Adv., ὠκιμοειδὲς ὄδωδε Nic. Al.280.<br><span class="bld">II</span> [[ὠκιμοειδές]], τό, [[catchfly]], [[Silene gallica]], Dsc.4.28, Gal.12.158.<br><span class="bld">2</span> = [[χαμαιλέων μέλας]], Dsc.3.9.<br><span class="bld">3</span> = [[κλινοπόδιον]], ib.95.<br><span class="bld">4</span> = [[ἔρινος]], [[Campanula Erinos]], [[small rampion]], Ps.-Dsc.4.141.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 09:19, 19 September 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠκῐμοειδής Medium diacritics: ὠκιμοειδής Low diacritics: ωκιμοειδής Capitals: ΩΚΙΜΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: ōkimoeidḗs Transliteration B: ōkimoeidēs Transliteration C: okimoeidis Beta Code: w)kimoeidh/s

English (LSJ)

ές,
A like ὤκιμον, neut. as Adv., ὠκιμοειδὲς ὄδωδε Nic. Al.280.
II ὠκιμοειδές, τό, catchfly, Silene gallica, Dsc.4.28, Gal.12.158.
2 = χαμαιλέων μέλας, Dsc.3.9.
3 = κλινοπόδιον, ib.95.
4 = ἔρινος, Campanula Erinos, small rampion, Ps.-Dsc.4.141.

Greek (Liddell-Scott)

ὠκιμοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς ὤκιμον, ὠκ. ὄδωδε Νικ. Ἀλεξιφ. 280. ΙΙ. ὠκιμοειδές, τό, φυτόν τι, Saponaria ocimoides ἢ Silene Gallica, Διοσκ. 4.28.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
1. όμοιος με το φυτό ώκιμο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὠκιμοειδές
α) αρχαία ονομασία φυτού, που, σύμφωνα με τον Διοσκορίδη, ανήκει στο γένος σαπωναρία ή στο γένος σιληνή, η προβαταία
β) είδος του φυτού χαμαιλέων
γ) το φυτό κλινοπόδιο
δ) το φυτό έρινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὤκιμον «βασιλικός» + -ειδής].