ῥιπίδιον: Difference between revisions
Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ripidion | |Transliteration C=ripidion | ||
|Beta Code=r(ipi/dion | |Beta Code=r(ipi/dion | ||
|Definition=τό, Dim. of [[ῥιπίς]], < | |Definition=τό, Dim. of [[ῥιπίς]], [[small bellows]], Hdn.Epim.118. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το / [[ῥιπίδιον]], ΝΜΑ [[ῥιπίς]], -[[ίδος]]]<br />[[βεντάλια]] από [[ψαθί]], ύφασμα, [[χαρτί]] ή φτερά πουλιών για δροσισμό του προσώπου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[τύπος]] κυματώδους ταξιανθίας<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα ριπίδια</i><br />οι πρώτοι νομείς [[προς]] την [[πλώρη]] ξύλινου πλοίου, που [[μαζί]] με τους παραστάτες αποτελούν την [[κυρίως]] λεγόμενη [[πλώρη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «αλλουβιακό [[ριπίδιο]]»<br /><b>(γεωμορφ.)</b> [[ιζηματογενής]] [[σχηματισμός]] που δημιουργείται στο [[στόμιο]] φαραγγιού ή κοιλάδας, όπου τα νερά τών ποταμών και τών ρευμάτων δεν υπόκεινται σε πλευρικές πιέσεις και μπορούν να διασπείρουν το [[φορτίο]] τών ιζημάτων που μεταφέρουν σε [[σχήμα]] ριπιδίου<br />β) «βραχώδες [[ριπίδιο]]»<br /><b>(γεωμορφ.)</b> ριπιδοειδούς σχήματος [[επιφάνεια]] του υποβάθρου που απαντά στις υπώρειες ενός όρους<br />γ) «υποθαλάσσιο [[ριπίδιο]]»<br /><b>γεωλ.</b> [[συσσώρευση]] χερσογενούς ιζήματος στον πυθμένα βαθιών θαλασσών || (μσν.-αρχ.)<br /><b>1.</b> λειτουργικό [[σκεύος]] τών πρώτων χριστιανικών χρόνων, το οποίο μετακινούσαν [[πάνω]] από τα Τίμια Δώρα οι διάκονοι για την [[εκδίωξη]] εντόμων<br /><b>2.</b> μετάλλινα τυποποιημένα ομοιώματα τών [[σεραφείμ]], εξαπτέρυγα. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:12, 29 April 2022
English (LSJ)
τό, Dim. of ῥιπίς, small bellows, Hdn.Epim.118.
Greek Monolingual
το / ῥιπίδιον, ΝΜΑ ῥιπίς, -ίδος]
βεντάλια από ψαθί, ύφασμα, χαρτί ή φτερά πουλιών για δροσισμό του προσώπου
νεοελλ.
1. βοτ. τύπος κυματώδους ταξιανθίας
2. ναυτ. στον πληθ. τα ριπίδια
οι πρώτοι νομείς προς την πλώρη ξύλινου πλοίου, που μαζί με τους παραστάτες αποτελούν την κυρίως λεγόμενη πλώρη
3. φρ. α) «αλλουβιακό ριπίδιο»
(γεωμορφ.) ιζηματογενής σχηματισμός που δημιουργείται στο στόμιο φαραγγιού ή κοιλάδας, όπου τα νερά τών ποταμών και τών ρευμάτων δεν υπόκεινται σε πλευρικές πιέσεις και μπορούν να διασπείρουν το φορτίο τών ιζημάτων που μεταφέρουν σε σχήμα ριπιδίου
β) «βραχώδες ριπίδιο»
(γεωμορφ.) ριπιδοειδούς σχήματος επιφάνεια του υποβάθρου που απαντά στις υπώρειες ενός όρους
γ) «υποθαλάσσιο ριπίδιο»
γεωλ. συσσώρευση χερσογενούς ιζήματος στον πυθμένα βαθιών θαλασσών