ήρης: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=iris | |Transliteration C=iris | ||
|Beta Code=h)remh/rhs | |Beta Code=h)remh/rhs | ||
|Definition=an Adj. termin., <span class="sense"><span class="bld">1</span> from <b class="b3">ἀραρ-εῖν, ἀραρ-ίσκω</b>, as in <b class="b3">θυμαρής, φρενήρης, χαλκήρης, εὐήρης</b>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> from <b class="b3">ἐρε-</b> (ἐρέ-της), as in | |Definition=an Adj. termin., <span class="sense"><span class="bld">1</span> from <b class="b3">ἀραρ-εῖν, ἀραρ-ίσκω</b>, as in <b class="b3">θυμαρής, φρενήρης, χαλκήρης, εὐήρης</b>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> from <b class="b3">ἐρε-</b> (ἐρέ-της), as in [[ἀμφήρης]], [[ἁλιήρης]], [[τριήρης]], etc. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> prob. from (ϝ) <b class="b3">ηρ-</b> (cf. [[ἦρα]] B) in pr.n. [[Περιήρης]], [[Διώρης]] (fr. [[Διοήρης]]).</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 16:56, 1 January 2021
English (LSJ)
an Adj. termin., 1 from ἀραρ-εῖν, ἀραρ-ίσκω, as in θυμαρής, φρενήρης, χαλκήρης, εὐήρης. 2 from ἐρε- (ἐρέ-της), as in ἀμφήρης, ἁλιήρης, τριήρης, etc. 3 prob. from (ϝ) ηρ- (cf. ἦρα B) in pr.n. Περιήρης, Διώρης (fr. Διοήρης).
Greek (Liddell-Scott)
ήρης: ἐπίθετ. κατάληξις. 1) ἐκ τῆς √ΑΡ (ἀραρεῖν, ἀραρίσκω) ὡς φρενήρης, ἐρίηρες, θυμαρής. 2) ἐκ τῆς √ΕΡ (ἐρέσσω), ὡς ἀμφ-ήρης, ἁλι-ήρης· -τρι-ήρης, τετρήρης, κτλ., κοινῶς ἀναφέρονται εἰς ταύτην τὴν ῥίζαν, ἀλλ’ ὁ Κούρτ. θεωρεῖ τὰς λέξεις ταύτας ὡς ἀνήκουσας εἰς την √ΑΡ, πρβλ. διήρης, Gr. Et. ἀρ. 492.
Greek Monotonic
ήρης: κατάληξη επιθέτων.
1. από το ἀραρ-εῖν, ἀραρ-ίσκω, όπως το ἐρι-ήρης, θυμ-ᾱρής.
2. από το ἐρ-έσσω, όπως το ἀμφ-ήρης, ἁλι-ήρης, τρι-ήρης, κ.λπ.