στεφανωτικός: Difference between revisions
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stefanotikos | |Transliteration C=stefanotikos | ||
|Beta Code=stefanwtiko/s | |Beta Code=stefanwtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=στεφανωτική, στεφανωτικόν, = [[στεφανωματικός]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 1.13.3, al.<br><span class="bld">2</span> [[concerning a crown]], λόγος Men.Rh. p.422S.<br><span class="bld">II</span> [[στεφανωτικόν]], τό, [[money for crowning a tomb]], Judeich [[Altertümer von Hierapolis]] Nos.133, 195.<br><span class="bld">III</span> [[στεφανωτικά]], τά, dub. sens. in ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1652 (iii A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:30, 25 August 2023
English (LSJ)
στεφανωτική, στεφανωτικόν, = στεφανωματικός, Thphr. HP 1.13.3, al.
2 concerning a crown, λόγος Men.Rh. p.422S.
II στεφανωτικόν, τό, money for crowning a tomb, Judeich Altertümer von Hierapolis Nos.133, 195.
III στεφανωτικά, τά, dub. sens. in POxy.1652 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 940] bekränzend; ἄνθη, Kranzblumen, Ath. III, 73 a; u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στεφᾰνωτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς στεφάνωσιν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 13, 3, κτλ. ΙΙ. στεφανωτικόν, τό, χρήματα διὰ διαθήκης ὁρισθέντα πρὸς στεφάνωσιν τάφου, Συλλ. Ἐπιγρ. 3912, -16.
Greek Monolingual
-ή, -ό / στεφανωτικός, -ή, -όν, ΝΑ στεφανωτής
το ουδ. ως ουσ. το στεφανωτικό(ν)
χρήματα που έχουν οριστεί με διαθήκη για το στεφάνωμα τάφου
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η στεφανωτική
η νόμιμη σύζυγος, η παντρεμένη με στεφάνι, στεφανωμένη
2. το ουδ. ως ουσ. το στεφανοχάρτι
αρχ.
1. στεφανωματικός
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στέφανο.