ῥάγα: Difference between revisions
From LSJ
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=raga | |Transliteration C=raga | ||
|Beta Code=r(a/ga | |Beta Code=r(a/ga | ||
|Definition=[[ἀκμή]], [[βία]], [[ὁρμή]], Hsch.; but ῥαγή is similarly glossed in | |Definition=[[ἀκμή]], [[βία]], [[ὁρμή]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; but ῥαγή is similarly glossed in Erot.''Fr.''31. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />η, Ν<br />( | |mltxt=<b>(I)</b><br />η, Ν<br />(γεωπ·) [[μονόσπερμος]] ή [[πολύσπερμος]] [[κορμός]] με σαρκώδες μεσοκάρπιο και [[ενδοκάρπιο]], όπως [[είναι]] λ.χ. το [[σταφύλι]] και η [[ντομάτα]].<br /><b>(II)</b><br />η, Ν<br /><b>βλ.</b> [[ρώγα]].<br /><b>(III)</b><br />και [[ράγια]], η, Ν<br /><b>τεχνολ.</b> σιδερένια [[τροχιά]] ειδικά κατασκευασμένη για να κυλούν [[πάνω]] της οι τροχοί σιδηροδρομικών ή τροχιοδρομικών οχημάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>rail</i> «[[σιδηροτροχιά]]»].<br /><b>(IV)</b><br />και ῥᾱγα, ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἀκμή]], βία, [[ὁρμή]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥαγ</i>- του [[ῥήγνυμι]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:23, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀκμή, βία, ὁρμή, Hsch.; but ῥαγή is similarly glossed in Erot.Fr.31.
Greek Monolingual
(I)
η, Ν
(γεωπ·) μονόσπερμος ή πολύσπερμος κορμός με σαρκώδες μεσοκάρπιο και ενδοκάρπιο, όπως είναι λ.χ. το σταφύλι και η ντομάτα.
(II)
η, Ν
βλ. ρώγα.
(III)
και ράγια, η, Ν
τεχνολ. σιδερένια τροχιά ειδικά κατασκευασμένη για να κυλούν πάνω της οι τροχοί σιδηροδρομικών ή τροχιοδρομικών οχημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. rail «σιδηροτροχιά»].
(IV)
και ῥᾱγα, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀκμή, βία, ὁρμή».
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα ῥαγ- του ῥήγνυμι].