στρατοφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre

Source
m (Text replacement - "<b class="b3">ῠ], ᾰκος, ὁ</b>" to "ῠ], ᾰκος, ὁ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "ύ˘" to "ῠ́")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=στρᾰτο-φύ˘λαξ, ακος,<br />a [[commanding]] [[officer]], Strab.
|mdlsjtxt=στρᾰτο-φῠ́λαξ, ακος,<br />a [[commanding]] [[officer]], Strab.
}}
}}

Revision as of 11:25, 29 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρᾰτοφύλαξ Medium diacritics: στρατοφύλαξ Low diacritics: στρατοφύλαξ Capitals: ΣΤΡΑΤΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: stratophýlax Transliteration B: stratophylax Transliteration C: stratofylaks Beta Code: stratofu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ, A commanding officer, Str.12.5.1, 15.1.46.

German (Pape)

[Seite 952] ακος, ὁ, Lagerwächter, Aufseher, Hüter des Lagers od. Heeres, Strab. XV.

Greek (Liddell-Scott)

στρᾰτοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ὁ διοικῶν τὸν στρατόν, Στράβ. 567.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
sentinelle.
Étymologie: στρατός, φύλαξ.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
διοικητής στρατού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + φύλαξ.

Greek Monotonic

στρᾰτοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, στρατιωτικός διοικητής, σε Στράβ.

Middle Liddell

στρᾰτο-φῠ́λαξ, ακος,
a commanding officer, Strab.