στομακάκη: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203
m (Text replacement - "<b class="b3">κᾰ], ἡ</b>" to "κᾰ], ἡ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[στομοκάκη]], ἡ, Α<br />[[νόσημα]] του στόματος και [[κυρίως]] τών ούλων που προκαλεί [[πτώση]] όλων τών δοντιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στόμα]] <span style="color: red;">+</span> [[κάκη]] (<span style="color: red;"><</span> [[κακός]]), <b>πρβλ.</b> <i>τραχηλο</i>-[[κάκη]].
|mltxt=και [[στομοκάκη]], ἡ, Α<br />[[νόσημα]] του στόματος και [[κυρίως]] τών ούλων που προκαλεί [[πτώση]] όλων τών δοντιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στόμα]] <span style="color: red;">+</span> [[κάκη]] (<span style="color: red;"><</span> [[κακός]]), [[πρβλ]]. [[τραχηλοκάκη]].
}}
}}

Revision as of 13:30, 25 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στομᾰκάκη Medium diacritics: στομακάκη Low diacritics: στομακάκη Capitals: ΣΤΟΜΑΚΑΚΗ
Transliteration A: stomakákē Transliteration B: stomakakē Transliteration C: stomakaki Beta Code: stomaka/kh

English (LSJ)

[κᾰ], ἡ, A a disease in which all the teeth fall out, scurvy of the gums, Str.16.4.24 (-κάκκη codd.), Plin.HN25.20.

German (Pape)

[Seite 947] ἡ, eine Krankheit des Mundes, bei der die Zähne ausfallen, Scharbock, Strab. XVI; vgl. Plin. H. N. 25, 3, wie Lob. Phryn. 668.

Greek (Liddell-Scott)

στομᾰκάκη: [ᾰ], ἡ, νόσημα, καθ’ ὃ ἅπαντες οἱ ὀδόντες ἐκπίπτουσι, νόσημα τοῦ στόματος ἢ τῶν οὔλων, «σκορβοῦτον», Στράβ. 781 (ἔνθα τὰ Ἀντίγραφα στομακάκκη), πρβλ. Πλιν. Η. Ν. 25. 6· ὁ τύπος στομοκάκη κατ’ ἀναλογίαν γραμματικὴν ἐσχηματισμένος δὲν ὑποστηρίζεται ἔκ τινος μαρτυρίας, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 668.

Greek Monolingual

και στομοκάκη, ἡ, Α
νόσημα του στόματος και κυρίως τών ούλων που προκαλεί πτώση όλων τών δοντιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + κάκη (< κακός), πρβλ. τραχηλοκάκη.