τελωνιάς: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
m (Text replacement - "of the" to "of the")
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=άδος<br /><i>adj. f.</i><br />de fermier général ; [[μᾶζα]] ANTH pâte <i>ou</i> mets digne d’un publicain, <i>càd</i> délicat, recherché.<br />'''Étymologie:''' [[τελώνης]].
|btext=άδος<br /><i>adj. f.</i><br />de fermier général ; [[μᾶζα]] ANTH pâte <i>ou</i> mets digne d'un publicain, <i>càd</i> délicat, recherché.<br />'''Étymologie:''' [[τελώνης]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:35, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τελωνιάς Medium diacritics: τελωνιάς Low diacritics: τελωνιάς Capitals: ΤΕΛΩΝΙΑΣ
Transliteration A: telōniás Transliteration B: telōnias Transliteration C: telonias Beta Code: telwnia/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, A of tolls or customs, μᾶζα τ. the good fare of the τελῶναι, AP6.295 (Phan.).

German (Pape)

[Seite 1089] άδος, ἡ, zöllnerisch, μᾶζα, die gute Kost der Zöllner, Phani. 3 (VI, 295).

Greek (Liddell-Scott)

τελωνιάς: -άδος, ἡ, = τελωνική, ἡ ἀποτελουμένη ἐκ τελῶν, ἤτοι φόρων, μᾶζα τ., ἡ καλὴ τροφὴ καὶ πλουσία ζωὴ τῶν τελωνῶν, Ἀνθ. Π. 6. 295.

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f.
de fermier général ; μᾶζα ANTH pâte ou mets digne d'un publicain, càd délicat, recherché.
Étymologie: τελώνης.

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, Α
1. η τελωνική
2. φρ. «μᾱζα τελωνιάς» — η καλή τροφή και η πλούσια ζωή τών τελωνών (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τελώνης + κατάλ. -ιάς (πρβλ. σεβαστ-ιάς)].

Greek Monotonic

τελωνιάς: -άδος, ἡ, αυτή που αφορά σε τέλη ή φόρους, μᾶζα τελωνιάς, η πλούσια ζωή των τελώνων, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τελωνιάς: άδος (ᾱδ) adj. f откупщическая, т. е. богатая, роскошная (μᾶζα Anth.).

Middle Liddell

τελωνιάς, άδος,
of tolls or customs, μᾶζα τ. the good fare of the tax-gatherers, Anth.