κύκλωψ: Difference between revisions
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
m (Text replacement - "<b class="b2">([\wÄäÖöÜüẞß]+)<\/b>" to "$1") |
(CSV import) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κύκλωψ -ωπος [κύκλος, ὤψ?] rond als een oog:; κ. σελήνη de maan, rond als een oog Parm. B 10.4; κ. κούρη pupil (van het oog); met een rond oog, subst. Kύκλωψ -ωπος, ὁ Cycloop. | |elnltext=κύκλωψ -ωπος [κύκλος, ὤψ?] rond als een oog:; κ. σελήνη de maan, rond als een oog Parm. B 10.4; κ. κούρη pupil (van het oog); met een rond oog, subst. Kύκλωψ -ωπος, ὁ Cycloop. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=πού [[ἔχει]] στρυγγυλό μάτι). Ἀπό τό [[κύκλος]] + ὤψ ([[ὄψομαι]]). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη [[κύκλος]] καί στο [[ὁράω]] -ῶ. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:05, 14 October 2022
German (Pape)
[Seite 1528] ωπος, ὁ (s. nom. pr.), rundäugig, u. übh. rund; σελήνη Parmenids. bei Clem. Al. strom. 5 p. 732; – κύκλοπα κούρην, vom Auge, Empedocl. (281) bei Arist. de sensu 2; – κύκλωπες, οἱ, ein Wurf im Würfelspiel, Eubul. bei Poll. 7, 205.
Russian (Dvoretsky)
κύκλωψ: ωπος adj. круглоокий, т. е. круглый (κούρη Emped. ap. Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κύκλωψ -ωπος [κύκλος, ὤψ?] rond als een oog:; κ. σελήνη de maan, rond als een oog Parm. B 10.4; κ. κούρη pupil (van het oog); met een rond oog, subst. Kύκλωψ -ωπος, ὁ Cycloop.
Mantoulidis Etymological
(=πού ἔχει στρυγγυλό μάτι). Ἀπό τό κύκλος + ὤψ (ὄψομαι). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη κύκλος καί στο ὁράω -ῶ.