μυροπώλης: Difference between revisions
μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling
mNo edit summary |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[μυροπώλης]], θηλ. [[μυρόπωλις]])<br />αυτός που πουλά αρωματικά έλαια, μύρα, [[αρωματοπώλης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρον]] <span style="color: red;">+</span> -[[πώλης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πωλῶ</i>), | |mltxt=ο (Α [[μυροπώλης]], θηλ. [[μυρόπωλις]])<br />αυτός που πουλά αρωματικά έλαια, μύρα, [[αρωματοπώλης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρον]] <span style="color: red;">+</span> -[[πώλης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πωλῶ</i>), [[πρβλ]]. [[παντοπώλης]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 13:17, 25 August 2021
English (LSJ)
ου, ὁ, A dealer in unguents or scented oils, perfumer, Lys.Fr.1.5, X.Smp.2.4, Antiph. 35, Theopomp.Com.1, PRyl.420 (ii A.D.), Judeich, Altertümer von Hierapolis No.262.
German (Pape)
[Seite 221] ὁ, Salbenhändler, der wohlriechende Oele verkauft; Xen. conv. 2, 4; Ath. XIII, 612 e aus Lys. u. XII, 552 f.
Greek (Liddell-Scott)
μῠροπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλητὴς μύρων ἢ εὐωδῶν ἐλαίων, μυρεψός, Λυσ. Ἀποσπ. 2, Ξεν. Συμπ. 2, 4, Ἀντιφάν. ἐν «Ἀντείᾳ» 2.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
marchand de parfums, parfumeur.
Étymologie: μύρον, πωλέω.
Greek Monolingual
ο (Α μυροπώλης, θηλ. μυρόπωλις)
αυτός που πουλά αρωματικά έλαια, μύρα, αρωματοπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + -πώλης (< πωλῶ), πρβλ. παντοπώλης.
Greek Monotonic
μῠροπώλης: -ου, ὁ (πωλέω), αυτός που εμπορεύεται μύρα ή αρωματικά έλαια, αρωματοπώλης, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
μῠροπώλης: ου ὁ торговец, благовониями Xen., Lys.
Middle Liddell
μῠρο-πώλης, ου, ὁ, πωλέω
a dealer in unguents or scented oils, a perfumer, Xen.