καρηβαρικός: Difference between revisions
From LSJ
Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit
m (Text replacement - "<*>" to "<abbr title="Illegible text in print source">†</abbr>") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''καρηβᾰρικός:''' ударяющий в голову, пьянящий (ὁ [[κρίθινος]] [[οἶνος]] Arst.). | |elrutext='''καρηβᾰρικός:''' [[ударяющий в голову]], [[пьянящий]] (ὁ [[κρίθινος]] [[οἶνος]] Arst.). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:15, 20 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, A subject to headache, Hp.Epid.3.17.†; τὸ -κόν, = καρηβαρία, Telecl. 47. II causing headache, οἶνος Hp.Acut.50, Arist.Fr.106; νότος Hp.Aph.3.5:—so κᾰρηβᾰρ-ίτης [ῑ], ου, ὁ, οἶνος Sch.Ar.Pl.808.
German (Pape)
[Seite 1327] ή, όν, Kopfschmerz verursachend; οἶνος Hippocr. bei Ath. II, 45 f; νότοι S. Emp. adv. mus. 49; – καρηβαρικὸν πάθος, Kopfschmerz, Teleclid. Poll. 2, 41.
Greek Monolingual
καρηβαρικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που έχει πονοκέφαλο
2. αυτός που επιφέρει πονοκέφαλο
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ καρηβαρικόν
η καρηβαρία, ο πονοκέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρηβαρής ή < καρηβαρία].
Russian (Dvoretsky)
καρηβᾰρικός: ударяющий в голову, пьянящий (ὁ κρίθινος οἶνος Arst.).