θυμιατός: Difference between revisions
mNo edit summary |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''θῡμιᾱτός:''' способный куриться, применимый для курений, курительный: [[ὕδωρ]] οὐ θυμιατόν, ἀλλ᾽ ἀτμιστόν Arst. вода не курится, а испаряется. | |elrutext='''θῡμιᾱτός:''' [[способный куриться]], [[применимый для курений]], [[курительный]]: [[ὕδωρ]] οὐ θυμιατόν, ἀλλ᾽ ἀτμιστόν Arst. вода не курится, а испаряется. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:03, 20 August 2022
English (LSJ)
Ion. θυμιητός, ή, όν, A to be burnt as incense, Hp.Mul.2.114; πᾶν τὸ θ. Thphr.Od.12; capable of giving off fumes, Arist.Mete.387b7: pl., θυμιητά,= θυμιάματα, Aret.SD2.11.
Greek (Liddell-Scott)
θῡμιᾱτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δύναταί τις νὰ καύσῃ ὡς θυμίαμα, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 25: - Ἰων. πληθ. θυμιητά, = θυμιάματα, Ἀρεταῖ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 11.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ θυμιατός, -ή, -όν, Μ και φυμιατός, -ή, -όν, Α και θυμιητός, -ή, -όν) θυμιώ
νεοελλ.-μσν.
(το ουδ. και οπανιότ. το αρσ. ως ουσ.) τὸ θυμιατό(ν) και ὁ θυμιατός
το λιβανιστήρι
μσν.
θύμιασμα, δηλ. το μέρος της εκκλησιαστικής ακολουθίας κατά το οποίο θυμιάζει ο διάκος ή ο ιερέας το εκκλησίασμα
αρχ.
1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να κάψει ως θυμίαμα
2. ο ικανός και κατάλληλος να βγάζει καπνό
3. στον πληθ. τὰ θυμιητά
τα θυμιάματα.
Russian (Dvoretsky)
θῡμιᾱτός: способный куриться, применимый для курений, курительный: ὕδωρ οὐ θυμιατόν, ἀλλ᾽ ἀτμιστόν Arst. вода не курится, а испаряется.