νεοσύλλεκτος: Difference between revisions
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0245.png Seite 245]] neuerdings, eben erst gesammelt, angeworben; [[στρατιά]], D. Hal. 8, 13; Plut. Caes. 25. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0245.png Seite 245]] neuerdings, eben erst gesammelt, angeworben; [[στρατιά]], D. Hal. 8, 13; Plut. Caes. 25. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νεοσύλλεκτος:''' Plut. = [[νεοσύλλογος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και νεοσύλλεχτος, -η, -ο (Α [[νεοσύλλεκτος]], -ον)<br />αυτός που στρατολογήθηκε πρόσφατα<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) ο [[νεοσύλλεκτος]] και <i>η νεοσύλλεκτη</i><br />(ειδικά) αυτός που [[μόλις]] κατατάχθηκε για να εκπληρώσει τη στρατιωτική του [[θητεία]] ως [[οπλίτης]], [[ναύτης]] ή [[σμηνίτης]] («[[τάγμα]] νεοσυλλέκτων»). | |mltxt=και νεοσύλλεχτος, -η, -ο (Α [[νεοσύλλεκτος]], -ον)<br />αυτός που στρατολογήθηκε πρόσφατα<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) ο [[νεοσύλλεκτος]] και <i>η νεοσύλλεκτη</i><br />(ειδικά) αυτός που [[μόλις]] κατατάχθηκε για να εκπληρώσει τη στρατιωτική του [[θητεία]] ως [[οπλίτης]], [[ναύτης]] ή [[σμηνίτης]] («[[τάγμα]] νεοσυλλέκτων»). | ||
}} | }} |
Revision as of 14:53, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, = νεοσύλλογος (newly collected, incurred, newly levied), DH. 8.13, 11.23, J. BJ 1.17.1, Plu. Caes. 25.
German (Pape)
[Seite 245] neuerdings, eben erst gesammelt, angeworben; στρατιά, D. Hal. 8, 13; Plut. Caes. 25.
Russian (Dvoretsky)
νεοσύλλεκτος: Plut. = νεοσύλλογος.
Greek (Liddell-Scott)
νεοσύλλεκτος: -ον, = τῷ ἑπομ., Διονύσ. Ἁλ. 8. 13., 11. 23, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 17, 1.
Greek Monolingual
και νεοσύλλεχτος, -η, -ο (Α νεοσύλλεκτος, -ον)
αυτός που στρατολογήθηκε πρόσφατα
νεοελλ.
(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο νεοσύλλεκτος και η νεοσύλλεκτη
(ειδικά) αυτός που μόλις κατατάχθηκε για να εκπληρώσει τη στρατιωτική του θητεία ως οπλίτης, ναύτης ή σμηνίτης («τάγμα νεοσυλλέκτων»).