πολυκατέργαστος: Difference between revisions
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει υποστεί [[κατεργασία]] με πολλούς τρόπους<br /><b>2.</b> αυτός που έχει υποστεί πολλή [[κατεργασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κατέργαστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κατεργάζομαι]]), | |mltxt=-η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει υποστεί [[κατεργασία]] με πολλούς τρόπους<br /><b>2.</b> αυτός που έχει υποστεί πολλή [[κατεργασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κατέργαστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κατεργάζομαι]]), [[πρβλ]]. [[ευκατέργαστος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:15, 10 May 2023
English (LSJ)
ον, = πολυκατασκεύαστος (elaborately wrought), Sch. D Il. 4.135. gloss on ἀτμένιος, Sch. Nic. Al. 178.
German (Pape)
[Seite 664] vielfach od. von Vielen bearbeitet, Schol. Il. 4, 135 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠκατέργαστος: -ον, ὁ ποικίλως εἰργασμένος, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Δ. 135.
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
1. αυτός που έχει υποστεί κατεργασία με πολλούς τρόπους
2. αυτός που έχει υποστεί πολλή κατεργασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κατέργαστος (< κατεργάζομαι), πρβλ. ευκατέργαστος].