ἄχρωμος: Difference between revisions

From LSJ

φύσις ἁπάντων τῶν διδαγμάτων κρατεῖ → Natura superat omne doctrinae genusNatur ist überlegen jedem Unterricht

Menander, Monostichoi, 213
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)/xrwmos
|Beta Code=a)/xrwmos
|Definition=ον, = [[ἀχρώματος]] ([[colourless]], [[colorless]], [[unblushing]], [[shameless]]) 2, Hp. ''Epid.'' 7.122, Artem. 4.44 ; Comp., οὐδὲν ἀχρωμότερον Hierocl. ''Facet.'' 203 ; — hence ''Subst.'' [[ἀχρωμία]], ἡ, ''Gloss.''
|Definition=ον, = [[ἀχρώματος]] ([[colourless]], [[colorless]], [[unblushing]], [[shameless]]) 2, Hp. ''Epid.'' 7.122, Artem. 4.44 ; Comp., οὐδὲν ἀχρωμότερον Hierocl. ''Facet.'' 203 ; — hence ''Subst.'' [[ἀχρωμία]], ἡ, ''Gloss.''
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que no se ruboriza]], [[desvergonzado]] ἦν γὰρ αὐτῷ ἡ ἐργασία ἄ. Artem.4.42, cf. Hp.<i>Epid</i>.7.122, Fortunat.<i>Rh</i>.83.20, Hierocl.<i>Facet</i>.203.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄχρωμος''': -ον, ὁ μὴ ἔχων [[χρῶμα]], μὴ ἐρυθριῶν, [[ἀναίσχυντος]], Ἱππ. 1240D· [[ἀναιδής]], Σουΐδ.
|lstext='''ἄχρωμος''': -ον, ὁ μὴ ἔχων [[χρῶμα]], μὴ ἐρυθριῶν, [[ἀναίσχυντος]], Ἱππ. 1240D· [[ἀναιδής]], Σουΐδ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que no se ruboriza]], [[desvergonzado]] ἦν γὰρ αὐτῷ ἡ ἐργασία ἄ. Artem.4.42, cf. Hp.<i>Epid</i>.7.122, Fortunat.<i>Rh</i>.83.20, Hierocl.<i>Facet</i>.203.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄχρωμος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[χρώμα]]<br /><b>2.</b> [[ωχρός]], ξεθωριασμένος<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει έντονο χαρακτήρα ή χαρακτηριστικά, [[ασήμαντος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />όποιος δεν κοκκινίζει από [[ντροπή]], [[ανερυθρίαστος]], [[αναιδής]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄχρωμος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[χρώμα]]<br /><b>2.</b> [[ωχρός]], ξεθωριασμένος<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει έντονο χαρακτήρα ή χαρακτηριστικά, [[ασήμαντος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />όποιος δεν κοκκινίζει από [[ντροπή]], [[ανερυθρίαστος]], [[αναιδής]].
}}
}}

Revision as of 15:10, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄχρωμος Medium diacritics: ἄχρωμος Low diacritics: άχρωμος Capitals: ΑΧΡΩΜΟΣ
Transliteration A: áchrōmos Transliteration B: achrōmos Transliteration C: achromos Beta Code: a)/xrwmos

English (LSJ)

ον, = ἀχρώματος (colourless, colorless, unblushing, shameless) 2, Hp. Epid. 7.122, Artem. 4.44 ; Comp., οὐδὲν ἀχρωμότερον Hierocl. Facet. 203 ; — hence Subst. ἀχρωμία, ἡ, Gloss.

Spanish (DGE)

-ον
que no se ruboriza, desvergonzado ἦν γὰρ αὐτῷ ἡ ἐργασία ἄ. Artem.4.42, cf. Hp.Epid.7.122, Fortunat.Rh.83.20, Hierocl.Facet.203.

German (Pape)

[Seite 420] 1) dasselbe. – 2) schamlos, πορνείη Hippocr., wie ἐργασία ἄχρωμος Artemid. 4, 42.

Greek (Liddell-Scott)

ἄχρωμος: -ον, ὁ μὴ ἔχων χρῶμα, μὴ ἐρυθριῶν, ἀναίσχυντος, Ἱππ. 1240D· ἀναιδής, Σουΐδ.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄχρωμος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει χρώμα
2. ωχρός, ξεθωριασμένος
3. εκείνος που δεν έχει έντονο χαρακτήρα ή χαρακτηριστικά, ασήμαντος
αρχ.-μσν.
όποιος δεν κοκκινίζει από ντροπή, ανερυθρίαστος, αναιδής.