μετασυγκριτικός: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
m (LSJ2 replacement)
mNo edit summary
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metasynkritikos
|Transliteration C=metasynkritikos
|Beta Code=metasugkritiko/s
|Beta Code=metasugkritiko/s
|Definition=v. [[μετασυγκρίνω]].
|Definition=[[suitable to produce alteration of the condition of the pores]], [[metasyncritic]]; v. [[μετασυγκρίνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 18:25, 24 September 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετασυγκριτικός Medium diacritics: μετασυγκριτικός Low diacritics: μετασυγκριτικός Capitals: ΜΕΤΑΣΥΓΚΡΙΤΙΚΟΣ
Transliteration A: metasynkritikós Transliteration B: metasynkritikos Transliteration C: metasynkritikos Beta Code: metasugkritiko/s

English (LSJ)

suitable to produce alteration of the condition of the pores, metasyncritic; v. μετασυγκρίνω.

Greek (Liddell-Scott)

μετασυγκρῐτικός: -ή, -όν, = δυνάμενος μετασυγκρίνειν, διαφορητικός, δύναμις Διοσκ. 4. 157. - Ἐπίρρ. μετασυγκριτικῶς, διὰ μετασυγκρίσεως, Διοσκ. 2, 195, ὡς διάφ. γραφ.

Greek Monolingual

μετασυγκριτικός, -ή, -όν (Α) μετασυγκρίνω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετασύγκριση ή αυτός που προκαλεί μετασύγκριση.
επίρρ...
μετασυγκριτικῶς (Α)
με μετασύγκριση.