ἀμφημερινός: Difference between revisions
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
m (LSJ2 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amfimerinos | |Transliteration C=amfimerinos | ||
|Beta Code=a)mfhmerino/s | |Beta Code=a)mfhmerino/s | ||
|Definition=[[πυρετός]], [[quotidian fever]], opp. [[τριταῖος]] and [[τεταρταῖος]], Hp. ''Epid.'' 1.6, Pl. ''Ti.'' 86a; neut. as Adv., | |Definition=[[πυρετός]], [[quotidian]] [[fever]], opp. [[τριταῖος]] and [[τεταρταῖος]], Hp. ''Epid.'' 1.6, Pl. ''Ti.'' 86a; neut. as Adv., ἀμφημερινὸν [[πυρεταίνειν]] Aret. ''SD'' 1.2; — also [[ἀμφήμερος]] (sc. [[πυρετός]]), S. ''Fr.'' 507. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:03, 10 November 2021
English (LSJ)
πυρετός, quotidian fever, opp. τριταῖος and τεταρταῖος, Hp. Epid. 1.6, Pl. Ti. 86a; neut. as Adv., ἀμφημερινὸν πυρεταίνειν Aret. SD 1.2; — also ἀμφήμερος (sc. πυρετός), S. Fr. 507.
German (Pape)
[Seite 134] πυρετός, das tägliche Fieber, Plat. Tim. 86 a; Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφημερῐνός: πυρετὸς καθημερινός, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν διάτριτον καὶ τεταρταῖον, ὡς καὶ πρὸς τὸν νυκτερινόν, Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 944, Πλάτ. Τίμ. 86Α· πρβλ. Μοῖριν ἔκδ. Πιερσ. σ. 46: ― οὕτως, ἀμφήμερος (ἐνν. πυρετὸς) Σοφ. Ἀποσπ. 448.
Spanish (DGE)
-όν
diario πυρετός fiebre cotidiana op. otros tipos de fiebres, Hp.Epid.1.6, cf. Morb.Sacr.1.6, Nat.Hom.15, Pl.Ti.86a, Gal.7.336, Ph.1.427, Cass.Fel.59, POxy.1151.36 (V a.C.), Cyran.1.21.60, 1.24.41
•neutr. como adv. τοῖσι πυρεταίνουσι ἀμφημερινόν a los que tienen fiebres cotidianas Aret.SD 1.2.1.
Greek Monolingual
ἀμφημερινὸς και ἀμφήμερος πυρετός, ο (Α)
καθημερινός (σε αντίθ. προς τα τριταῖος, τεταρταῖος).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἀμφημερινὸς < ἀμφ(ι)- + ἡμερινὸς < ἡμέρα και ο τ. ἀμφήμερος < ἀμφ(ι)- + -ήμερος < ἡμέρα.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφημερινός: ежедневный (πυρετοί Plat.).