ἴλιγξ: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἴλιγξ]], -ιγγος ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[δίνη]], [[συστροφή]]<br /><b>2.</b> [[ίλιγγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. [[ἴλιγξ]] / [[ἴλιγγος]] έχουν παράλλ. τ. <i>εἴλιγξ</i> / [[εἴλιγγος]] που προέρχεται από το <i>εἰλῶ</i> «[[στρέφω]]», ενώ το αρκτικό <i>ι</i>- του [[ἴλιγξ]] οφείλεται [[είτε]] σε [[επίδραση]] του [[ἴλλω]] «[[στρέφω]]» [[είτε]] σε ιωτακισμό. Η λ. εμφανίζει το εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>ιγξ</i>- / -<i>ίγγ</i>(<i>ο</i>)- που μαρτυρείται σε αρκετές λ. (<b>[[πρβλ]].</b> <i>σάλπ</i>-<i>ιγξ</i>, <i>φόρμ</i>-<i>ιγξ</i>].
|mltxt=[[ἴλιγξ]], -ιγγος ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[δίνη]], [[συστροφή]]<br /><b>2.</b> [[ίλιγγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. [[ἴλιγξ]] / [[ἴλιγγος]] έχουν παράλλ. τ. <i>εἴλιγξ</i> / [[εἴλιγγος]] που προέρχεται από το <i>εἰλῶ</i> «[[στρέφω]]», ενώ το αρκτικό <i>ι</i>- του [[ἴλιγξ]] οφείλεται [[είτε]] σε [[επίδραση]] του [[ἴλλω]] «[[στρέφω]]» [[είτε]] σε ιωτακισμό. Η λ. εμφανίζει το εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>ιγξ</i>- / -<i>ίγγ</i>(<i>ο</i>)- που μαρτυρείται σε αρκετές λ. ([[πρβλ]]. <i>σάλπ</i>-<i>ιγξ</i>, <i>φόρμ</i>-<i>ιγξ</i>].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἴλιγξ:''' ιγγος (ῑλ) ἡ водоворот (ῥείθρων ἴλιγγες Diod.).
|elrutext='''ἴλιγξ:''' ιγγος (ῑλ) ἡ водоворот (ῥείθρων ἴλιγγες Diod.).
}}
}}

Revision as of 16:16, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴλιγξ Medium diacritics: ἴλιγξ Low diacritics: ίλιγξ Capitals: ΙΛΙΓΞ
Transliteration A: ílinx Transliteration B: ilinx Transliteration C: ilinks Beta Code: i)/ligc

English (LSJ)

-ιγγος, ἡ, whirling, whirlpool, DS. 17.97, Alex.Aphr. Pr. 2.71. v.l. for ἴλιγγος, 1, Gal. UP 7.13. (Written ἴλιξ in Hsch.; — also ἰλίγγη, ἡ, Id.)

German (Pape)

[Seite 1251] ιγγος, ἡ, dasselbe, Sp., wie D. Sic. 17, 97.

Greek Monolingual

ἴλιγξ, -ιγγος ἡ (Α)
1. δίνη, συστροφή
2. ίλιγγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. ἴλιγξ / ἴλιγγος έχουν παράλλ. τ. εἴλιγξ / εἴλιγγος που προέρχεται από το εἰλῶ «στρέφω», ενώ το αρκτικό ι- του ἴλιγξ οφείλεται είτε σε επίδραση του ἴλλω «στρέφω» είτε σε ιωτακισμό. Η λ. εμφανίζει το εκφραστικό επίθημα -ιγξ- / -ίγγ(ο)- που μαρτυρείται σε αρκετές λ. (πρβλ. σάλπ-ιγξ, φόρμ-ιγξ].

Russian (Dvoretsky)

ἴλιγξ: ιγγος (ῑλ) ἡ водоворот (ῥείθρων ἴλιγγες Diod.).