Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λιχανοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
m (LSJ2 replacement)
m (pape replacement)
 
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιχανοειδής]], -ές (Α) [[λιχανός]]<br /><b>φρ.</b> α) «[[λιχανοειδής]] [[τόπος]]» — το [[σημείο]] της λύρας ή της κιθάρας όπου κινείται ο [[λιχανός]]. ο [[δείκτης]] του χεριού<br />β) «[[λιχανοειδής]] [[φθόγγος]]» — ο υψηλότερος [[φθόγγος]] του πυκνού, δηλ. του μικρού διαλείμματος στη [[μουσική]].
|mltxt=[[λιχανοειδής]], -ές (Α) [[λιχανός]]<br /><b>φρ.</b> α) «[[λιχανοειδής]] [[τόπος]]» — το [[σημείο]] της λύρας ή της κιθάρας όπου κινείται ο [[λιχανός]]. ο [[δείκτης]] του χεριού<br />β) «[[λιχανοειδής]] [[φθόγγος]]» — ο υψηλότερος [[φθόγγος]] του πυκνού, δηλ. του μικρού διαλείμματος στη [[μουσική]].
}}
{{pape
|ptext=s. s.v. [[λιχανός]].
}}
}}

Latest revision as of 17:05, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιχανοειδής Medium diacritics: λιχανοειδής Low diacritics: λιχανοειδής Capitals: ΛΙΧΑΝΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: lichanoeidḗs Transliteration B: lichanoeidēs Transliteration C: lichanoeidis Beta Code: lixanoeidh/s

English (LSJ)

τόπος, ὁ, locus of the λίχανος II, Aristox. Harm. p. 26 M.; ὁ λ. φθόγγος the highest note of a πυκνόν, Bacch. Harm. 43, cf. Aristid.Quint. 1.6.

Greek Monolingual

λιχανοειδής, -ές (Α) λιχανός
φρ. α) «λιχανοειδής τόπος» — το σημείο της λύρας ή της κιθάρας όπου κινείται ο λιχανός. ο δείκτης του χεριού
β) «λιχανοειδής φθόγγος» — ο υψηλότερος φθόγγος του πυκνού, δηλ. του μικρού διαλείμματος στη μουσική.

German (Pape)

s. s.v. λιχανός.