συνεσκευασμένως: Difference between revisions
From LSJ
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ") |
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συνεσκευασμένως:''' вместе, совместно, сообща (χρῆσθαί τινι Xen. - v. l. συνεσκευασμένοις). | |elrutext='''συνεσκευασμένως:''' вместе, совместно, сообща (χρῆσθαί τινι Xen. - [[varia lectio|v.l.]] συνεσκευασμένοις). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 9 January 2022
English (LSJ)
Adv. A by joint preparation, v.l. in X.Oec.11.19.
Greek (Liddell-Scott)
συνεσκευασμένως: Ἐπίρρ., διὰ κοινῆς παρασκευῆς, ἑτοιμασίας, ἐν τῷ αὐτῷ χρόνῳ συνεσκευασμένως (διάφ. γραφ. -μένοις) χρῆσθαι τοῖς πρὸς τὴν ῥώμην παρασκευάσμασι Ξεν. Οἰκ. 11. 19.
French (Bailly abrégé)
adv.
collectivement, ensemble.
Étymologie: dérivé du part. pf. Pass. de συσκευάζω.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με κοινή προετοιμασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συνεσκευασμένος του συσκευάζω.
Russian (Dvoretsky)
συνεσκευασμένως: вместе, совместно, сообща (χρῆσθαί τινι Xen. - v.l. συνεσκευασμένοις).