ἀπηρής: Difference between revisions
From LSJ
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ές | |dgtxt=-ές<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἀπαρές]] Hsch.<br />[[incólume]], [[indemne]] ἑταῖροι A.R.1.888, cf. <i>EM</i> 122.4G., [[ἀπαρές]]· ὑγιές Hsch.<br /><b class="num">•</b>[[incólume]], [[sin desastres]] νόστος A.R.1.556, cf. Hdn.Gr.1.71. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀπηρής]], -ές κ. [[ἄπηρος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει καμία σωματική ή πνευματική [[αναπηρία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[πηρός]] «[[σακάτης]]»]. | |mltxt=[[ἀπηρής]], -ές κ. [[ἄπηρος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει καμία σωματική ή πνευματική [[αναπηρία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[πηρός]] «[[σακάτης]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:30, 20 July 2021
English (LSJ)
ές, A = ἄπηρος, unharmed, able-bodied, non-disabled A.R.1.888 (ap.EM122.4; ἀπήμοσιν codd.), v.l. A.R.1.556 (on the accent v. Hdn.Gr.1.7).
German (Pape)
[Seite 290] ές (πηρός), nicht verstümmelt, unversehrt, Ap. Rh. 1, 888.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπηρής: -ές, (πηρὸς) ὁ μὴ πεπηρωμένος, ὁ μὴ παθὼν πήρωσιν, ἄρτιος, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 888. - Ἐπίρρ. ἀπηρῶς, ἴδε Κραμήρου Ἀν. Ὀξ. 1. 84.
Spanish (DGE)
-ές
• Alolema(s): ἀπαρές Hsch.
incólume, indemne ἑταῖροι A.R.1.888, cf. EM 122.4G., ἀπαρές· ὑγιές Hsch.
•incólume, sin desastres νόστος A.R.1.556, cf. Hdn.Gr.1.71.
Greek Monolingual
ἀπηρής, -ές κ. ἄπηρος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει καμία σωματική ή πνευματική αναπηρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + πηρός «σακάτης»].