χαμαίρωψ: Difference between revisions

From LSJ

θοἰμάτιον οὐκ ἀπολώλεκ', ἀλλὰ καταπεφρόντικα → I haven't lost my himation; I've pledged it to Thought | I have not lost my himation, but I've thought it away | I have not lost my himation, but I spent it in the schools

Source
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χᾰμαίρωψ''': -οπος, ἡ, [[ἴσως]] [[χαμαίδρυς]], Πλίν. ([[μετὰ]] διαφ. γραφ. chamaedrops).
|lstext='''χᾰμαίρωψ''': -οπος, ἡ, [[ἴσως]] [[χαμαίδρυς]], Πλίν. (μετὰ διαφ. γραφ. chamaedrops).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-οπος, η, ΝΑ<br />[[γένος]], σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], αγγειόσπερμων μονοκότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] [[φοινικίδες]] της τάξης αρεκώδη<br /><b>αρχ.</b><br />η [[χαμαίδρυς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαμ</i>(<i>αι</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ῥώψ</i> (Ι) «μικρό χαμόδεντρο, [[θάμνος]]». Τη λ. δανείστηκαν οι ξεν. γλώσσες, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>chamaerops</i>].
|mltxt=-οπος, η, ΝΑ<br />[[γένος]], σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], αγγειόσπερμων μονοκότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] [[φοινικίδες]] της τάξης αρεκώδη<br /><b>αρχ.</b><br />η [[χαμαίδρυς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαμ</i>(<i>αι</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ῥώψ</i> (Ι) «μικρό χαμόδεντρο, [[θάμνος]]». Τη λ. δανείστηκαν οι ξεν. γλώσσες, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>chamaerops</i>].
}}
}}

Revision as of 12:30, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμαίρωψ Medium diacritics: χαμαίρωψ Low diacritics: χαμαίρωψ Capitals: ΧΑΜΑΙΡΩΨ
Transliteration A: chamaírōps Transliteration B: chamairōps Transliteration C: chamairops Beta Code: xamai/rwy

English (LSJ)

ἡ, A = χαμαίδρυς 1, Dsc.3.98 (v.l. χαμαίδρωψ), Paul.Aeg.7.3; acc. sg. chamaeropem Plin.HN24.130 (elsewh. only nom.). II dwarf-palm, v.l. in Plin.HN13.39.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαίρωψ: -οπος, ἡ, ἴσως χαμαίδρυς, Πλίν. (μετὰ διαφ. γραφ. chamaedrops).

Greek Monolingual

-οπος, η, ΝΑ
γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια φοινικίδες της τάξης αρεκώδη
αρχ.
η χαμαίδρυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + ῥώψ (Ι) «μικρό χαμόδεντρο, θάμνος». Τη λ. δανείστηκαν οι ξεν. γλώσσες, πρβλ. αγγλ. chamaerops].