μοσχοτρόφος: Difference between revisions
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μοσχοτρόφος]], -ον (Α)<br />(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που τρέφει μόσχους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόσχος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), | |mltxt=[[μοσχοτρόφος]], -ον (Α)<br />(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που τρέφει μόσχους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόσχος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), [[πρβλ]]. <i>ιππο</i>-<i>τρόφος</i>, <i>μηλο</i>-<i>τρόφος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:25, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A rearing calves, PSI6.600 (iii B. C.), Hsch. s.v. τιθηνός: as Subst., PSI4.409.2 (iii B.C.), PCair.Zen.326.6 (iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 210] Kälber aufziehend, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μοσχοτρόφος: -ον, ὁ τρέφων μόσχους, Ἡσύχ. ἐν λ. τιθηνός.
Greek Monolingual
μοσχοτρόφος, -ον (Α)
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που τρέφει μόσχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ιππο-τρόφος, μηλο-τρόφος].