προβατώδης: Difference between revisions
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=provatodis | |Transliteration C=provatodis | ||
|Beta Code=probatw/dhs | |Beta Code=probatw/dhs | ||
|Definition=ες, | |Definition=ες,[[like a sheep]], [[simple]], Simp. in Epict.p.34 D., Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[βαίκυλος]], Sch.Ar.Eq.264. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:12, 8 May 2022
English (LSJ)
ες,like a sheep, simple, Simp. in Epict.p.34 D., Hsch. s.v. βαίκυλος, Sch.Ar.Eq.264.
German (Pape)
[Seite 711] ες, schafartig, wie ein Schaf, Simplic. ad Epict.
Greek (Liddell-Scott)
προβᾰτώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς πρόβατον, εὐήθης, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 264, Εὐσέβ. IV, 513Β, Ἡσύχ. ἐν λέξ. βαίκυλος.
Greek Monolingual
-ες / προβατώδης, -ῶδες, ΝΑ πρόβατον
1. ο όμοιος με πρόβατο
2. μτφ. (για πρόσ.) νωθρός στη διάνοια, ευήθης, ανόητος.
επίρρ...
προβατωδῶς Α
όμοια με πρόβατο.