ἀνταλλαγή: Difference between revisions
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
m (Text replacement - "Gloss" to "Gloss") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=ᾰ̓ντᾰλλᾰγή | ||
|Medium diacritics=ἀνταλλαγή | |Medium diacritics=ἀνταλλαγή | ||
|Low diacritics=ανταλλαγή | |Low diacritics=ανταλλαγή |
Revision as of 11:32, 3 February 2021
English (LSJ)
ἡ, A exchanging, exchange, barter, Gloss., Simp.in Ph. 1350.32.
German (Pape)
[Seite 243] ἡ, der Umtausch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνταλλᾰγή: ἡ, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Λατ. permunatio, Γλωσσ.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
cambio, ἀντιπερίστασις δέ ἐστιν, ὅταν ἐξωθουμένου τινὸς σώματος ὑπὸ σώματος ἀ. γένηται τῶν τόπων Simp.in Ph.1350.32, de pecador a justo ὢ τῆς γλυκείας ἀνταλλαγῆς Ep.Diog.9.5, cf. Epiph.Const.Haer.39.5 (p.76.11), Gloss.2.228.
Greek Monolingual
η (AM ανταλλαγή)
το να δίνει κανείς κάτι και να παίρνει κάτι άλλο
νεοελλ.
φρ.
1. «ανταλλαγή αιχμαλώτων» — αμοιβαία απελευθέρωση αιχμαλώτων με ειδικές συμφωνίες μεταξύ των εμπολέμων
2. «ανταλλαγή δώρου» — το να δίνει κανείς κάποιο αντικείμενο σε ανταπόδωση δώρου που έλαβε
3. «ανταλλαγή εδαφών» — αμοιβαία παραχώρηση εδαφών ή θαλάσσιων περιοχών κατά τη σύνταξη συνθηκών οριοθέτησης μεταξύ γειτονικών κρατών
4. «ανταλλαγή πληθυσμών» — η αμοιβαία μετακίνηση πληθυσμών σύμφωνα με τη συνθήκη που υπογράφεται μεταξύ δύο χωρών
5. «ανταλλαγή της ύλης» — ο μεταβολισμός.